Βασισμένο στο μυθιστόρημα «Wives and Concubines» του Σου Τονγκ (λογικό επόμενο σε μια περίοδο σε μια περίοδο κατά την οποία η συγραφή πρωτότυπου σεναρίου ήταν μια τακτική ελάχιστα διαδεδομένη στο κινέζικο σινεμά), το «Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια» ακολουθεί τη νεαρή Σονγκλιάν, η οποία, ανίκανη να στηρίξει οικονομικά τον εαυτό της μετά το θάνατο του πατέρα της, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις σπουδές της και να γίνει η τέταρτη σύζυγος ενός πλούσιου άντρα. Κάθε βράδυ, σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, τα κόκκινα φανάρια ανάβουν έξω από το διαμέρισμα της γυναίκας με την οποία εκείνος σκοπεύει να περάσει τη νύχτα.
Η Σουγκλιάν δεν αργεί να διαπιστώσει ότι για να επιβιώσει πρέπει να διεκδικήσει πάση θυσία την εύνοια του συζύγου της, μα ο αδυσώπητος ανταγωνισμός απαιτεί την πλήρη επιφυλακή της. Καμία πράξη δεν κινείται από ανιδιοτέλεια και οποιαδήποτε συμμαχία μπορεί να αποδειχθεί μοιραία, καθώς διαβολικές συνομωσίες κρύβονται πίσω από προσωπεία υποκριτικής ευγένειας.
Δέσμιες παραδοσιακών τελετουργικών που υποδαυλίζουν τις τεταμένες σχέσεις του, οι τέσσερις σύζυγοι επιστρατεύουν κάθε μέσο για να κερδίσουν τα ελάχιστα προνόμια που τους αναλογούν. Σύμβολα μιας απατηλής εξουσίας, τα φανάρια του τίτλου γίνονται αντικείμενο απάνθρωπης αντιπαλότητας που εκφράζεται με πικρόχολες προσβολές και ανεξέλεγκτο μίσος.
Χειριζόμενος με εκστατικά αποτελέσματα μια χρωματική παλέτα όπου κυριαρχεί το εκτυφλωτικό κόκκινο, ο Γιμού καδράρει τους χαρακτήρες του ασφυκτικά, με στατικά πλάνα μέσα από διαδρόμους και ανοιχτές πόρτες.
Η κάμερα δε βγαίνει ποτέ έξω από το λαβυρινθώδες αρχοντικό, ενισχύοντας την κλειστοφοβική αίσθηση ότι, παρά τα πολυτελή ιδιωτικά διαμερίσματα που απολαβάνουν, οι τέσσερις γυναίκες βρίσκονται φυλακισμένες σε ένα χρυσό κλουβί, όπου το οποιοδήποτε στραβοπάτημα τιμωρείται σκληρά.
Το πρόσωπο του συζύγου-αφέντη δεν εμφανίζεται ποτέ ευκρινώς, ωστόσο για τον θεατή και τις ηρωίδες είναι μια καταπιεστική παρουσία ακόμη και εν τη απουσία του. Η μεταφορά είναι σαφέστατη: για τον Γιμού το αυταρχικό πρόσωπο της πατριαρχικής κοινωνίας που κυριαρχεί την φεουδαρχική περίοδο των αρχών του 20ου αιώνα, δεν διαφέρει και πολύ από τη σύγχρονη κομμουνιστική Κίνα.
Δίνοντας οπερατικές διαστάσεις σε ό,τι θα μπορούσε να είναι ένα κοινό μελόδραμα, ο Γιμού κατέθεσε ταυτόχρονα ένα υποδειγματικά καμουφλαρισμένο πολιτικό σχόλιο, προορισμένο να ξεφύγει από τους αμέτρητους περιορισμούς που διέπουν την καλλιτεχνική έκφραση σε ένα καταπιεστικό καθεστώς.