«Είναι περίεργο το ποια πράγματα θυμόμαστε και ποια όχι». Ενώ ο θεατής είναι ακόμα τυφλωμένος από τη χρυσόσκονη της εναρκτήριας σκηνής, μια φαινομενικά αφελής ατάκα συνοψίζει τη δομή της ταινίας του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς: θα μάθουμε Όλα Για Την Εύα, αλλά μόνο μέσα από βασανιστικά κολάζ από μνήμες.
Σε ποιους ανήκουν αυτές; Ίσως στον θεατρικό κριτικό Άντισον ΝτεΓουίτ, που βρίσκει σανίδα σωτηρίας στον κυνισμό του. Ίσως στην καλόβολη αλλά αφελή Κάρεν, που, σχεδόν κυριολεκτικά, παντρεύτηκε… τον κόσμο του θεάτρου. Σε κάθε περίπτωση, ο Μάνκιεβιτς θα χρησιμοποιήσει τις αναμνήσεις σαν μια σειρά από καθρέφτες, με τους οποίους παραμορφώνει την αλήθεια, μόνο μέχρι να την φανερώσει ολόγυμνη.
Καθρέφτες, κατά πρώτο λόγο, ανάμεσα στα χρονικά επίπεδα της αφήγησης. Όχι, ο Μάνκιεβιτς δεν παρεκκλίνει καθόλου από την ευθύγραμμη εξιστόρηση της σχέσης ανάμεσα στη διάσημη Μάργκο Τσάνινγκ (ρόλος ζωής – κυριολεκτικά – για την Μπέτι Ντέιβις) και την παθολογικά αφοσιωμένη θαυμάστριά της. Προτιμά να δημιουργήσει ένα κινηματογραφικό πεδίο κατάσπαρτο από οιωνούς και αμφιλεγόμενα υπονοούμενα. Προσέξτε, αν προλαβαίνετε, το ντεκόρ του τοίχου τη στιγμή της βράβευσης, τους πίνακες δίπλα στους οποίους ποζάρει η Μάργκο και φυσικά την πόρτα του ξενοδοχείου λίγο πριν το μεγαλειώδες φινάλε – αλλά σε αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω.
Καθρέφτες, κατά δεύτερον, ανάμεσα στη «γάτα» και το «ποντίκι», ένα παιχνίδι του Μάνκιεβιτς παίζει ξεδιάντροπα με τον θεατή. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο κλασικό πια «Σλουθ», όπου ο Λόρενς Ολίβιε και ο Μάικλ Κέιν εναλλάσσονται στους ρόλους του κυνηγού και του θηράματος. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει ανάμεσα στη Μάργκο και την Εύα, που απειλούν και απειλούνται σε ένα χωρίς ανάσα κρεσέντο ανεξέλεγκτων εγωισμών και θανατηφόρων διαλόγων.
Καθρέφτες και απέναντι στην ηθική των ηρώων, λοιπόν; Ούτε κατά διάνοια δεν πέφτει ο Μάνκιεβιτς στο χαντάκι του διδακτισμού. Τον νοιάζει να αιχμαλωτίσει την ανασφάλεια και τον αριβισμό στις πιο κρίσιμες στιγμές του, όμως; Σίγουρα, γι’αυτό και σε κάθε σκηνή του «Όλα για την Εύα» διακυβεύονται οδυνηρές και αμετάκλητες επιλογές. Κι αν οι ήρωες είναι αυτό που επιλέγουν, μήπως πρόκειται για μια ταινία κατά βάθος υπαρξιστική;
Καλύτερα να προχωρήσουμε στους τελευταίες καθρέφτες που μας επιφυλάσσει ο Μάνκιεβιτς. Οι οποίοι, πρέπει να σας πληροφορήσουμε, θα είναι απολύτως χειροπιαστοί, ίσως μάλιστα το πιο φανταχτερό κομμάτι του ντεκόρ. Αλλά πριν σας τα πούμε…όλα γι’ αυτούς τους καθρέφτες, η Εύα θα ανοίξει την πόρτα με τον (καρκινικό) αριθμό 2002, που προεξοφλεί ότι η ιστορία μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα, ή αλλιώς να επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον.
Και αφού ο Μάνκιεβιτς ενορχήστρωσε μια σαρδόνια συμφωνία για την «απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας» με πρώτα βιολιά της Μπέτι Ντέιβις και Αν Μπάξτερ, είναι η ώρα να μας υπενθυμίσει εμμέσως τη μυθική βαρύτητα του ονόματος «Εύα». Αυτή για την οποία έγιναν, και από την οποία προέρχονται όλα. Η πρωταγωνίστρια μιας πικρής και αυτάρεσκης, αλλά αθάνατης ιστορίας.