Το βραβευμένο στις Κάννες φιλμ του Έτορε Σκόλα, 35 χρόνια μετά την πρώτη του προβολή, αν και ελαφρώς κινηματογραφικά σκονισμένο, παραμένει επίκαιρο και αιχμηρό, σε μία ιστορική στιγμή που φέρει επικίνδυνες ομοιότητες με όσα εκτυλίσσονται στην ταινία. Εκεί, μία πολυπληθής λούμπεν οικογένεια, η ψυχοσύνθεση της οποίας περιγράφεται με μεγάλη ακρίβεια από τον τίτλο, παρουσιάζεται ως το κατακάθι της ιταλικής κοινωνίας, καθώς το χρήμα που (δεν) υπάρχει αναδεικνύεται σε ρυθμιστή ηθών, συνηθειών και ενστίκτων.
Μέσα από σκετς τα οποία εναλλάσσονται από το δραματικό στο σουρεαλιστικό και το γκροτέσκ, η ταινία, που αρχικά προοριζόταν από τον Σκόλα για ντοκιμαντέρ, σταδιακά μετατρέπεται σε μια βίαιη φαρσοκωμωδία, ενοχλητική σαν πληγή που φαγουρίζει. Η πτώση της ρωμαϊκής «αυτοκρατορίας» αποτυπώνεται με συγγενική προς το «Μεγάλο Φαγοπότι» του Φερέρι παρακμή, μέσα από την σχεδόν ιμπρεσιονιστική εμμονή του Σκόλα στην λεπτομέρεια. Το πανταχού παρόν και διεισδυτικό μάτι της κάμερας απλώνεται σε όλο το πεδίο βολής - από τους μίζερους πρωταγωνιστές του μέχρι τον ανοιχτό και πολιτισμένο ρωμαϊκό ορίζοντα προς τον οποίο δε σηκώνουν ποτέ το κεφάλι.
Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Μακριά από την ιδεαλιστική φτώχεια ενός «Κλέφτη Ποδηλάτων», οι αντι-ήρωες του Σκόλα αρπάζονται από έναν κοινωνικό ρεαλισμό που θέλει τον άνθρωπο θύμα και την ίδια στιγμή υποστηρικτή του συστήματος. Πίσω από την παραβολή της διαλυμένης οικογένειας, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο και κουνάει το δάχτυλο στην (απούσα) μπουρζουαζία: είναι βίαιοι, είναι βρώμικοι, είναι κακοί και γι’ αυτό φταίτε εσείς.
Φαίδρα Βόκαλη