Παρά τη θέση του «Love Story» στην ποπ κουλτούρα ως μιας από τις πιο διάσημες ταινίες όλων των εποχών (αγαπητή ή όχι, δεν έχει σημασία), ο χρόνος δεν έχει υπάρξει ευγενικός μαζί του– λίγες ταινίες έχουν γίνει στόχος κοροϊδίας πιο συχνά από τη «απόλυτη ρομαντική ταινία», όπως πλέον αποκαλείται. Όσο περνούν τα χρόνια και έχεις λίγο προοπτική στα πράγματα, συνειδητοποιείς τις τεράστιες τρύπες στο σενάριο και τις αδυναμίες στις ερμηνείες, γελάς με το κάκιστο ντουμπλάζ στις εξωτερικές σκηνές και αντιλαμβάνεσαι την γενικότερη αντιδραστική αφέλεια που έχει εξοργίσει κριτικούς και μέρος του κοινού.
Η ιστορία, εκτός από αγάπης, είναι και ευκολιών, με κυριότερο παράδειγμα την ασθένεια της Τζένι, που είναι η μόνη καλπάζουσα μοιραία ασθένεια χωρίς συμπτώματα και επιτρέπει στην φέρουσα να πεθάνει γαλήνια και όμορφη στην αγκαλιά του εξίσου γοητευτικού συζύγου της. Ο δύσμοιρος Ράιαν Ο’Νιλ πασχίζει να σταθεί αξιοπρεπώς δίπλα στην παντελώς ξεκούρδιστη ερμηνεία της Άλι ΜακΓκρο, τόσο λίγη για έναν τόσο δυνατό χαρακτήρα και τους διαλόγους που καλείται να επαναλάβει. Όλη η πνευματική ζωντάνια της Τζένι, και ο σαρκασμός στον οποίο ψάχνει καταφύγιο, διαστρεβλώνονται από την μονότονη παρουσία της ΜακΓκρο και φαίνονται δείγματα κακίας, παρά τρυφερότητας.
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί, όμως, ότι η ιστορία είναι ιδιοφυής στην απλότητά της: όντως τι μπορεί να πει κανείς για την τραγωδία να πεθαίνει ένα νέο, ευτυχισμένο στο γάμο του, πανέξυπνο κορίτσι; Οι τελικές σκηνές έχουν κάνει κόσμο και κοσμάκη να κλάψει ακριβώς επειδή αφηγούνται μια καθημερινή λυπητερή ιστορία, με την επιπλέον προσθήκη δύο όμορφων ηθοποιών και αυτής της ρημάδας της μουσικής, δικαίως συνώνυμης πλέον με τη λέξη χαρτομάντιλο.
Χριστίνα Λιάπη