Το Δέντρο της Ζωής

20.05.2011
Ο Τζακ είναι ένα 11χρονο αγόρι που αντιμετωπίζει τη ζωή με θαυμασμό. Η εικόνα του για τη ζωή όμως σκοτεινιάζει, όταν βιώνει για πρώτη φορά γύρω του την αρρώστια, τον πόνο και το θάνατο. Η αναζήτηση της αλήθειας για τον κόσμο, αλλά και για τον εαυτό του, τον οδηγεί σε μονοπάτια που ποτέ δεν φανταζόταν.

O Τέρενς Μάλικ παραδίδει επιτέλους την ταινία που είχε στο μυαλό του ήδη από την δεκαετία του ‘70 και παρουσιάζει το βραβευμένο με τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών «Δέντρο της Ζωής». Η ταινία που όλος ο κινηματογραφικός κόσμος περίμενε να δει από το Φεστιβάλ Βενετίας του 2009 αποτέλεσε την πλέον συζητημένη προσθήκη των φετινών Καννών και φυσικά οι προσδοκίες ήταν αυξημένες για αυτό που φαινόταν να είναι ένα λυρικό έπος με φιλοσοφικές προεκτάσεις περί ζωής, θανάτου και θεού.

Ο Μάλικ, ο οποίος διαθέτει την μυστικοπάθεια και την κοινωνική νοημοσύνη του Κιούμπρικ, αλλά και την βαθιά πνευματικότητα και θρησκευτικότητα του Ντράγιερ, στην πιο φιλόδοξη στιγμή του, όχι μόνο αποπειράται να εξερευνήσει φιλοσοφικά ερωτήματα αιώνων, αλλά παρέχει και την απάντηση. Ο Θεός βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντός του, δημιουργώντας μία εξαίσια κοσμολογία στην οποία ο άνθρωπος εκδιώκει εαυτόν από τον παράδεισο που λέγεται γη.

Αυτή τη φορά, ο Αμερικάνος σκηνοθέτης στρέφεται στους γνωστούς προβληματισμούς του μέσα από ένα ακόμη πιο ελλειπτικό στυλ, στοχεύοντας ξεκάθαρα στη δημιουργία ενός συναισθηματικού πυρήνα που προκύπτει από στιγμές και όχι από μια αυστηρή ιστορία.

Η ταινία αφηγείται με πολύ χαλαρή δομή τη ζωή της οικογένειας Ο'Μπράιαν στα χρόνια του `50 και τις αναμνήσεις των τριών αγοριών τους, μέσα από την οπτική του πρωτότοκου Τζακ (Σον Πεν). Τον βρίσκουμε στη Νέα Υόρκη του σήμερα, να αναπολεί τα παιδικά του χρόνια και να αναρωτιέται για την θέση του ανθρώπου στον κόσμο, την ύπαρξη του θεού και το νόημα της ζωής.

Αυτοί οι προβληματισμοί οδηγούν σε αρκετά λεπτά συναρπαστικών, μη αφηγηματικών εικόνων, που παρουσιάζουν τη δημιουργία της γης, από την Μεγάλη Έκρηξη και τους δεινόσαυρους μέχρι τη γέννηση του Τζακ. Τοπία, αναπαραστατικά εφέ και fade to blacks, που θυμίζουν περισσότερο Ρίτσαρντ Ατένμπορο παρά ταινία μυθοπλασίας, εξιτάρουν το θυμικό του θεατή.

Ο τελευταίος βρίσκεται μπροστά σε μια πρωτόγνωρη και οπτικά εκθαμβωτική εμπειρία, που δεν μπορεί να συγκριθεί με οτιδήποτε έχει περάσει ποτέ από την μεγάλη οθόνη. Το πρόβλημα δημιουργείται (ότ)αν ενεργοποιηθεί το ορθολογικό κομμάτι του θεατή, συνειδητοποιώντας πως ο τρόπος του Μάλικ για να υμνήσει το θεϊκό μεγαλείο της φύσης και να φέρει σε προοπτική την ιστορική ασημαντότητα της ύπαρξης του ανθρώπου είναι κατά τι προφανής.

Το αγαπημένο δίπολο του ακριβοθώρητου σκηνοθέτη, όπως τον έχει απασχολήσει σε όλες τις ταινίες του - «αδηφάγος φύσις» εναντίον «χάριτος» - αποτελεί την κεντρική προβληματική και μάλιστα ενσαρκώνεται εντελώς κυριολεκτικά στον κύριο και την κυρία Ο' Μπράιαν (Μπράντ Πιτ και Tζέσικα Τσάστεϊν). Εκείνος μαθαίνει στα παιδιά του πώς να είναι σκληρά, διδάσκοντάς τους μποξ, ενώ εκείνη δίνει νερό σε διψασμένους φυλακισμένους που βλέπει στο δρόμο (sic). Εκείνος είναι «το δίκιο του ισχυρού» κι εκείνη είναι η προσωποποίηση της χάρης.

Αυτός ο αναπάντεχος από τον Μάλικ κυριολεκτικός συμβολισμός απλώνεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, με ένα πανταχού παρόν σάουντρακ εκκλησιαστικών ύμνων και ψιθυριστά, στομφώδη voice over, για να κορυφωθεί λίγο πριν το τέλος όπου ο ενήλικας Τζακ συναντιέται με το παρελθόν του - και το παίρνει αγκαλιά (όντως). Η πανέμορφη κινηματογράφηση και το μελετημένο με ενδελεχή ακρίβεια μοντάζ είναι σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ταινία από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό.

To «Δέντρο της Ζωής» δεν είναι η ταινία που θα αλλάξει την ιστορία του σινεμά. Ούτε μάλλον και τη ζωή μας. Αλλά έχει το θάρρος να αρθρώσει μια μεγαλειώδη ρητορική, να δημιουργήσει ένα αυθύπαρκτο σύμπαν το οποίο ο σκηνοθέτης του επιλέγει να διέπεται από την θεία χάρη μένοντας σε αυτήν συνεπής μέχρι τέλους και να αναμετρηθεί με ερωτήματα που έχουνε τσακίσει φιλοσόφους.

Το πρόβλημα είναι ότι ο ίδιος έχει την μονοσήμαντη απάντηση - και αυτό είναι πάντα πολύ πιο βαρετό από το να γεννιούνται νέες ερωτήσεις.

Φαίδρα Βόκαλη