Δυο κορίτσια, Αμερικανίδες από αυτές που υπάρχουν μόνο στην Καλιφόρνια των ταινιών, γυρνάνε την Αργεντινή με ποδήλατο. Aλλά, επειδή εδώ πρόκειται για θρίλερ, τη γυρνάνε ολομόναχες, αγνοώντας τους ντόπιους, που τις κοιτάνε στραβά, οι μισοί, επειδή θέλουν το κακό τους, ενώ οι άλλοι μισοί, επειδή ανησυχούν, που οι πρώτοι μισοί θέλουν το κακό τους.
Ο σκηνοθέτης και ο μοντέρ μάλλον ξεχάστηκαν κι αυτοί μαζί με τους ντόπιους με το θέαμα των κοριτσιών, και πιο συγκεκριμένα το θέαμα των μπικίνι τους, με αποτέλεσμα η ατυχήσασα από τις δύο να κάνει πάνω από μισή ώρα να απαχθεί και η φίλη της άλλα δέκα λεπτά να το καταλάβει. Η αγωνία τού να είσαι μόνος σου σε ξένη χώρα και η μοναδική σου φίλη να εξαφανιστεί, χωρίς να αφήσει ούτε ένα στοιχείο για να βοηθήσει την έρευνα, θα ήταν υπό κανονικές συνθήκες συναρπαστικό πρώτο υλικό που θα εκμεταλλευόταν την γνωστή σε όλους ανασφάλεια τού να είσαι ξένος σε ξένη χώρα, αλλά την κοπελιά τη βρίσκουν μετά από κάνα τέταρτο, ξεφεύγουν από το «φρούριο» όπου κρατείται πέντε λεπτά μετά και μετά η ταινία απλώς εξελίσσεται σε κάτι που στοχεύει σε σπλατεριά τρίτης διαλογής με κάποια κυνηγητά και τα επιβεβλημένα ουρλιαχτά. Όσον αφορά όλους τους χαρακτήρες, πρώτους και δεύτερους, ο όρος μονοδιάστατοι και ανιαροί είναι μάλλον κοπλιμέντο. Νοσταλγείς τον Λίαμ Νίσον και τη δράση που είχε τουλάχιστον το «Taken» ή δε τον νοσταλγείς;
Το μόνο θετικό είναι η συμπαθητική φωτογραφία, που, εκτός από τα όμορφα τοπία της Αργεντινής, δείχνει και μια πιο φιλόδοξη προσπάθεια να υπηρετήσει την προσβλητικά ξενοφοβική ιστορία ή ό,τι τέλος πάντων περνάει για ιστορία, και κάνει την όλη μετριότητα να είναι μια κάπως καλογυρισμένη μετριότητα. Η παντελής έλλειψη φαντασίας και ιδεών, όμως, και η τόσο κακή εκτέλεση, σε κάνει να εύχεσαι το σκοτάδι του τίτλου να είχε πέσει ακόμα πιο ξαφνικά.
Χριστίνα Λιάπη