Ως δείγμα στρατευμένης τέχνης, η «Νέα Βαβυλώνα» είναι σχεδόν απόλυτα ξεπερασμένη και ενίοτε τραγικά απλοϊκή. Κάποια στοιχεία της, όμως, καθώς και η εκτίμηση για τους αμιγώς κινηματογραφικούς τρόπους υπεράσπισης των πολιτικών της πεποιθήσεων, ακόμα διασώζονται.
Όχι ότι οι ρυτίδες της δεν είναι πασιφανείς: όσο η ιστορία είναι γεμάτη από τις ‘άσπρο-μαύρο’ ευκολίες που μυρίζουν μελόδραμα και καταλήγουν αστείες (σύμφωνα με την ταινία, οι εργάτριες της Κομμούνας έπλεναν ρούχα αλλά πραγματικά το διασκέδαζαν με την ψυχή τους!), τόσο οι χαρακτήρες αποτελούν κοινωνικά αρχέτυπα, χωρισμένοι σε κατηγορίες ‘καλός εργάτης’-‘κακός αστός’. Το τελικό αποτέλεσμα καταλήγει επιπλέον παραληρηματικό χάρη στις μανιακές, εκτός ελέγχου ερμηνείες των ηθοποιών, ίσως δικαιολογημένες λόγω της εποχής αλλά δυσκολοχώνευτες όπως και να ‘χει.
Αυτό που επιβιώνει σχετικά άθικτο είναι το φρενήρες αλλά επιδέξιο μοντάζ, που περνάει σχόλια και υποδεικνύει ιδέες με τόσο έξυπνο τρόπο που σχεδόν ξεχνάς ότι αυτές είναι με τη σειρά τους αφελείς. Στα θετικά επίσης προσθέστε τη παιχνιδιάρικη μουσική του Ντμίτρι Σοστακόβιτς που, αν και είναι συχνά υποχρεωμένη να ακολουθεί τις δραματουργικές κορώνες στην οθόνη, συνοδεύει ζωηρά τις με πιο σατιρική διάθεση σκηνές. Σύμφωνα με τις προσταγές του εξπρεσιονισμού, η «Νέα Βαβυλώνα» δεν κάνει ιστορία αλλά παρουσιάζει μια πραγματικότητα που διαστρεβλώνεται μέσα από μια συναισθηματικά φορτισμένη απεικόνισή. Φιλοδοξεί ότι λέει αλήθειες για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της εποχής, όπως και για τον Άνθρωπο γενικότερα, αλλά αυτό που κάνει είναι να λέει ακόμη περισσότερα για την εποχή και την κινηματογραφική σχολή που τη γέννησαν.
Χριστίνα Λιάπη