Βασισμένο σε πραγματικό ατύχημα του 1906 που χρησιμοποιείται εδώ από το κίνημα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ως αφορμή για έκκληση συμφιλίωσης μεταξύ Γάλλων και Γερμανών, η γυρισμένη το 1931 «Συντροφικότητα» παλεύει να αναδείξει την ιδέα πίσω από τον τίτλο της, παρόλο που οι εποχές μάλλον έχουν γίνει πολύ κυνικές για να το καταφέρει.
Παραδόξως, αυτό που κρατά το ενδιαφέρον όταν τα κηρύγματα κουράσουν, είναι η ενίοτε εντυπωσιακή (για την εποχή της βέβαια) κινηματογράφηση, η οποία δανείζεται στοιχεία από το λιτό στήσιμο του ρεαλισμού αλλά και από την τολμηρή χρήση του φωτός και των σκιών από τη σχολή του εξπρεσιονισμού. Ο κόσμος του ορυχείου, άλλωστε, προσφέρεται για το σινεμά - κλειστοφοβικά τούνελ, μικρά ανοίγματα διαφυγής, λιγοστός αέρας, δραματικές ισορροπίες εδάφους και οροφής.
Όπως είναι μάλλον αναμενόμενο, το σενάριο έχει τις ρυτίδες του, κυρίως εξαιτίας των απλοϊκών διαλόγων και της αφελούς προσπάθειας ανάπτυξης χαρακτήρων που ποτέ δεν αποκτούν ζωή, ενώ συχνά ο σκηνοθέτης Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ πέφτει στην παγίδα των εύκολων λεκτικών ή οπτικών συμβολισμών, και οι ηθοποιοί στην παγίδα της υπερβολής. Κάποιες δυνατές εικόνες, ωστόσο, μένουν: τεράστιες φλόγες ξεμυτίζουν από μια τρύπα στον τοίχο και γλύφουν τα τοιχώματα του στενού τούνελ ενώ εργάτες τρέχουν πανικόβλητοι προς την κάμερα, Γερμανός διασώστης ακούει τα χτυπήματα από παγιδευμένο Γάλλο και μεταφέρεται στο πεδίο μάχης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όπου «ακούει» πλέον τα χτυπήματα ως ριπές πολυβόλου ή οι παγιδευμένοι ακούν ξαφνικά τον ήχο τηλεφώνου το οποίο στη συνέχεια ψάχνουν απεγνωσμένα. Και η τελευταία σκηνή αποζημιώνει για τις κάπως συναισθηματικές μεγαλοστομίες που προηγούνται, με ένα λεπτό ειρωνικό σχόλιο που, χωρίς να το υποπτεύονται βέβαια οι κινηματογραφιστές, σαν να συμβολίζει το μεγάλο πόλεμο που ακόμα τους περιμένει.