Τηλεοπτικός σκηνοθέτης, ψευδοντοκιμαντερίστικη αφήγηση και αντιπολεμικό μήνυμα. Ο σκηνοθέτης Μαρκ Μάντεν μας θυμίζει ότι δεν ήταν μόνο οι Αμερικάνοι που πάτησαν το πόδι τους στο Ιράκ για να επιβάλουν τα «δημοκρατικά» προστάγματα των δυτικών κοινωνιών, υπερασπιζόμενοι προφανέστατα τα οικονομικά συμφέροντα των χωρών τους. Η ιστορία μιας ομάδας Βρετανών πιτσιρικάδων working class φαντάρων που ξεκινούν την αποστολή τους στη Βασόρα, με την ανέμελη αύρα που τους προσφέρει η μεταεφηβική τους αγνότητα. Οι επιθέσεις από την Ιρακινή Αντίσταση και οι πρώτες απώλειες στα αστικά πεδία μάχης θα μετατρέψουν τους νεαρούς στρατιώτες σε βάναυσους εξουσιαστές-βασανιστές. Όταν επιστρέφουν στην πατρίδα τους, τα βίντεο με τα «κατορθώματα» τους και τις «βελουδένιες» ανακρίσεις τους θα βγουν στην δημοσιότητα και οι νεαροί θα κληθούν για να απολογηθούν για τις πράξεις τους.
Ο Μάντεν υπηρετεί μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο του φιλμ, την αντιπολεμική του οπτική και τις φιλειρηνικές του ανησυχίες. Με μια σταδιακή κλιμάκωση της δράσης, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει -αρκετές φορές- πετυχημένα την παρανοϊκή φύση του πολέμου και την ψυχωσική ταυτότητα των θυτών-φαντάρων. Το ζήτημα είναι εάν και κατά πόσο ένα προφανές «σημάδι» που απλά κραυγάζει και πάλι τη φράση «Πω, Πω! Πόσο κακός είναι ο πόλεμος!» μπορεί να συγκινήσει το κοινό στο οποίο απευθύνεται η συγκεκριμένη ταινία. Χωρίς σκηνοθετικές υπερβάσεις, τυλιγμένη σε διάφανο τηλεοπτικό περιτύλιγμα και με ρηχές πασιφιστικές αναφορές, το «Σημάδι Του Κάιν» τοποθετείται στις πίσω θέσεις του παραφορτωμένου φακέλου με τις ταινίες για το πόλεμο του Ιράκ.
Γιάγκος Αντίοχος