Ο Σκοτεινός Ιππότης

23.06.2008
Σαφώς ανώτερη από την προκάτοχό της, η επιστροφή του Ανθρώπου Νυχτερίδα στην οθόνη διδάσκει το πώς πρέπει να μοιάζει και να συμπεριφέρεται μια κινηματογραφική συνέχεια.

Σαφώς ανώτερη από την προκάτοχό της, η επιστροφή του Ανθρώπου Νυχτερίδα στην οθόνη διδάσκει το πώς πρέπει να μοιάζει και να συμπεριφέρεται μια κινηματογραφική συνέχεια. Πώς οφείλει να διορθώνει τα λάθη της προηγούμενης ταινίας και να την εμπλουτίζει σε θεματικό και στυλιστικό επίπεδο. Κάπως έτσι, ο «Σκοτεινός Ιππότης» υφαίνει με ποικιλόχρωμες κλωστές τον μύθο του, φανερώνει μεγαλύτερη δεξιοτεχνία και αυτοπεποίθηση στον χειρισμό των σκηνών δράσης, εισδύει στο βάθος των χαρακτήρων του και εξερευνά περαιτέρω την ψυχοπαθολογία του Μπάτμαν, ανακαλύπτοντας εδώ τις διφορούμενες παραμέτρους της.

Αυτό που δίνει, εντούτοις, στην ταινία τα φτερά που την ωθούν να αγγίξει τα ύψη που φτάνει είναι η πρόθεσή της να υπερβεί την περιοριστική λογική του ίδιου του είδους που επικαλείται. Απαντώντας στις απλοϊκές χαρακτηρολογίες που διακρίνουν κάθε κόμικ μεταφορά στο σινεμά, ο «Σκοτεινός Ιππότης» προσπερνά απλουστεύσεις περί Καλού και Κακού για να αναζητήσει μερικές από τις συνθήκες που μπορούν ανά πάσα στιγμή να μετατρέψουν έναν ήρωα ή έναν απλό πολίτη σε εγκληματία και να προικίσει τα κεντρικά πρόσωπά του με περισσότερες της μιας διαστάσεις, φέρνοντάς τα συνάμα αντιμέτωπα με διλήμματα και οδυνηρές διαπιστώσεις. Ο Μπάτμαν συνειδητοποιεί ότι ο ρόλος του προστάτη των αδυνάμων επιφυλάσσει μέσα του μελαγχολία και ατέρμονη μοναξιά.

Ο αστυνόμος σύμμαχός του πείθεται ότι για να υπηρετήσεις το γενικό καλό πρέπει μερικές φορές να αποκρύψεις την αλήθεια και να κατασκευάσεις ένα βολικό μύθευμα. Ο ενάρετος εισαγγελέας Χάρβεϊ Ντεντ εξακριβώνει με τον πιο τραυματικό τρόπο την επικίνδυνα διττή φύση των πραγμάτων. Και ο ψυχοπαθής Τζόκερ (με τον αδικοχαμένο Λέτζερ σε μια ερμηνεία θαυματουργής εξαφάνισης μέσα στον ρόλο) στέκει ως υπενθύμιση των πιο ανησυχητικών πτυχών της ανθρώπινης κατάστασης - μια φιγούρα απόλυτου και αναίτιου κακού που ενστερνίζεται το χάος και την αναρχία ως φιλοσοφία και οραματίζεται τον αφανισμό των πάντων ως την ύστατη φάρσα που μπορεί να απευθύνει σε έναν κόσμο για τον οποίο αισθάνεται μόνο περιφρόνηση.

Τα πρόσωπα αυτά συμπληρώνουν με αναπάντεχους τρόπους τους αντιπάλους τους, καθρεφτίζονται ο ένας στον άλλο, αγωνίζονται να μην συντριβούν κάτω από τις μυθολογίες που έχουν κατασκευάσει για τον εαυτό τους και μετατρέπουν τους δρόμους μιας ρεαλιστικότερης από ποτέ Γκόθαμ Σίτι σε πεδίο μάχης. Εκεί όπου τα υπερεγώ τους θα συγκρουστούν μέχρις εσχάτων. Αυτή την οπερατική αναμέτρηση ο Νόλαν την εικονογραφεί μέσα από ένα διαρκές σκηνοθετικό κρεσέντο, μετατρέποντας από τα πρώτα του κιόλας λεπτά το φιλμ σε έναν μηχανισμό πρόκλησης αδρεναλίνης που διατηρεί την ένταση επί δυόμισι ώρες, δίχως να ξεχνά παράλληλα να αναπτύξει τις διόδους που του ανοίγει η σύνθετη ιστορία. Παραβλέποντας κάποια μικρά ελαττώματα (όπως η απότομη μεταστροφή του Ντεντ), εύκολα διακρίνει κανείς ότι ο «Σκοτεινός Ιππότης» δεν εφευρίσκει μόνο την επιθυμητή ισορροπία ανάμεσα στο θέαμα και στο περιεχόμενο. Αλλά και αποτελεί έναν θρίαμβο του ταλέντου και του οράματος απέναντι στη χολιγουντιανή μετριότητα.

Λουκάς Κατσίκας