Στη «Γυναίκα Της Διπλανής Πόρτας», η Φανί Αρντάν παραδεχόταν χωρίς ντροπή: «Ακούω μονάχα τα τραγούδια. Επειδή αυτά λένε την αλήθεια. Επειδή όσο πιο χαζά, τόσο πιο αληθινά είναι». Βάζω στοίχημα λοιπόν ότι πολύ θα την άγγιζαν στίχοι όπως «Μη φεύγεις έτσι/ Μη με αφήνεις/ Δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας/ Sorry Angel» ή ότι θα πλάνταζε στο κλάμα με την αλήθεια που κρύβει η παράκληση «Αγάπα με λιγότερο, αλλά αγάπα με για περισσότερο καιρό». Ισως και να άκουγε τη μουσική στο κεφάλι της όταν οι ήρωες της ταινίας του Κριστόφ Ονορέ τραγουδούν α καπέλα «Εραστές μοναχικοί σε μια πόλη νεκρή/ Εραστές φανταστικοί στο κάτω-κάτω τι πειράζει!/ Ας έχουν οι ζωές μας τον αέρα μιας τέλειας ταινίας».
Η ζωή είναι ένα τραγούδι ή μάλλον επτά (και βάλε) τραγούδια που θα σου πω για να διαλέξεις το σκοπό. Και η τραγουδιστή ταινία (όχι μιούζικαλ) του Ονορέ δεν φοβάται κανένα σκοπό μέσα στην παραπλανητική ελαφρότητά της: ούτε το εύθυμο ρομάντζο, ούτε το καταθλιπτικό φωτορομάντζο, ούτε τον θάνατο αλλά ούτε και την ταυτόχρονη γέννηση ενός νέου έρωτα. Υπάρχει χώρος για όλα στα «Τραγούδια Του Ερωτα», όπου ένα τρίο μπορεί να ξαπλώνει στο κρεβάτι όπως στο «Η Μαμά Και Η Πουτάνα» του Εστάς ή να διαβάζει βιβλία δήθεν φρόνιμα όπως στα «Κλεμμένα Φιλιά» του Τριφό. Εστάς και Τριφό, είπατε;
Εάν προσθέσουμε στα ονόματα των παραπάνω δημιουργών αυτό του Ονορέ, έχουμε έτοιμη μια γενεαλογία που ξεκινά από τη νουβέλ βαγκ, συνεχίζεται με τα πρωτότοκα παιδιά του κύματος και καταλήγει σε μια διακριτική post-nouvelle vague ματιά. Οπως και στο «Dans Paris», ο Κριστόφ Ονορέ αποδεικνύει ότι το βλέμμα του δεν είναι απλή πόζα, αλλά μια νέα απόχρωση μελαγχολίας, σύμφυτη με το βίωμα ενός ανθρώπου που ζει, ερωτεύεται, παρεκκλίνει και «πεθαίνει» σε αυτό που κάποιοι αποκαλούν πόλη του φωτός.
Κωνσταντίνος Σαμαράς