Ο Ντιν και η Σίντι, νεαρό ανδρόγυνο από τα εργατικά προάστια της Νέας Υόρκης, δείχνουν ικανοποιημένοι με την καθημερινότητά τους. Εκείνη νοσοκόμα στο επάγγελμα, είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της στο σπιτικό τους, εκείνος ελαιοχρωματιστής, φροντίζει πάντα να εκδηλώνει την αγάπη του τόσο σε αυτήν όσο και στην 6χρονη κόρη τους. Η «ευτυχία» τους, ωστόσο, θα μπει σε δοκιμασία στη διάρκεια μιας διήμερης ρομαντικής εκδρομής και με αφορμή την τυχαία συνάντηση της Σίντι με τον πρώην φίλο της στο σούπερ μάρκετ όπου σταμάτησαν για προμήθειες.
Είναι σε αυτό το σημείο που αρχίζουν να εντείνονται το φλάσμπακ στο παρελθόν του ζεύγους και δίνονται σταδιακά λεπτομέρειες για τη γνωριμία και τον έρωτά τους. Η κίνηση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν γίνεται και η κύρια (και καίρια) αφηγηματική τεχνική του φιλμ «Blue Valentine» του ανεξάρτητου Αμερικανού κινηματογραφιστή Ντέρεκ Σιανφράνσε ώστε να αντιδιαστέλλεται διαρκώς το μίζερο, τελικά, σήμερα με το ευτυχέστερο χθες, το οποίο, όπως σιγά σιγά θα διαπιστώσουμε, κρύβει εντός τους σπόρους της δυσλειτουργικότητας που μέλλεται.
Ομως, αλήθεια τι ακριβώς είναι εκείνο που βασανίζει τη Σίντι σε έναν γάμο που έχει όλες τις προϋποθέσεις για να είναι ευτυχής, με πρώτη, φυσικά, έναν σύζυγο ολοκληρωτικά αφοσιωμένο στον έρωτα και την οικογένειά του, εργατικό, υπομονετικό, χαδιάρη, καλοσυνάτο; Πέρα από δύο ή τρεις εικόνες από το οικογενειακό παρελθόν της (που εντίθενται ως στιγμιότυπα, συνεπώς λειτουργούν μονάχα ως εντυπώσεις), δεν υπάρχει τίποτε που να στηρίζει δραματικά την επιφυλακτικότητά της απέναντι σ’ αυτόν το γάμο, η οποία επιφυλακτικότητα, παρεμπιπτόντως όσο κλιμακώνεται τόσο περισσότερο «αγιοποιεί» στα μάτια μας τον στωικό Ντιν.
Εδώ, κατά τη γνώμη μας εντοπίζεται το πρόβλημα του «Blue Valentine» στην ανεπάρκεια σκιαγράφησης του χαρακτήρα της Σίντι, που αυτόματα δεσμεύει το φιλμ στο πλαίσιο μας ειδικής ψυχοπαθολογίας, άρα και μιας περιπτωσιολογίας που περιορίζει στο ελάχιστο τις όποιες αναγωγές. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και με την εν λόγω «εξήγηση» εκκρεμή, θα ήταν ψέμα να πούμε πως η ίδια η ερωτική ιστορία, έστω μεμονωμένη, δεν μας συνεπήρε.
Τα εύσημα στην αλάνθαστη αίσθηση ρεαλισμού του σκηνοθέτη, την αμεσότητα του λόγου του, την αναγνωρισιμότητα των καταστάσεων που περιγράφει και την απέραντη αγάπη του για τους προλεταριακούς του ήρωες, αλλά και τη μοναδική χημεία ανάμεσα στους Ράιαν Γκόσλινγκ και Μισέλ Γουίλιαμς που, σημειωτέον, πολλές σκηνές του φιλμ τις έφεραν σε πέρας με πλήρη αυτοσχεδιασμό.
Ρόμπυ Εκσιέλ