Tosca στο Θέατρο Ολύμπια

06.03.2008
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ?και όχι δίχως βάση- ότι η όπερα υπήρξε ο προάγγελος του κινηματογράφου. Φέτος, η παραγωγή της «Τόσκα» θα επιχειρήσει να ρίξει γέφυρες ανάμεσα στις δύο τέχνες, παρουσιάζοντας την γνωστή ιστορία... φωτισμένη διαφορετικά και με ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό τρίο πρωταγωνιστών.

Τι: «Τόσκα» - Όπερα σε τρεις πράξεις
Πού: Θέατρο Ολύμπια (Ακαδημίας 59 - Αθήνα)
Πότε: 21, 23, 26, 28, 30 Μαρτίου // 1, 3, 5 Απριλίου 2008.
Έναρξη: 20.00 // ΑΓΟΡΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ ON-LINE: www.ticketshop.gr
Ώρες λειτουργίας ταμείων και τηλεφωνικών πωλήσεων: 9.30 - 21.00
Τηλέφωνα ταμείου: 210 3612461, 210 3643725
Τιμές εισιτηρίων: €80, €70, €60, €50, €40, €25, Φοιτητικό €15, Προεδρικό Θεωρείο €130, €110.

Κατ’ απαίτηση του κοινού, η περσινή παραγωγή της Λυρικής Σκηνής επανέρχεται στη σκηνή του Θεάτρου Ολύμπια.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ?και όχι δίχως βάση- ότι η όπερα υπήρξε ο προάγγελος του κινηματογράφου. Φέτος, η παραγωγή της «Τόσκα» θα επιχειρήσει να ρίξει γέφυρες ανάμεσα στις δύο τέχνες, παρουσιάζοντας την γνωστή ιστορία... φωτισμένη διαφορετικά και με ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό τρίο πρωταγωνιστών.

Η δράση που τόσο απασχολούσε τον συνθέτη Τζάκομο Πουτσίνι, εκτυλίσσεται σε ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε κινηματογραφικές δημιουργίες του είδους φιλμ νουάρ, ενισχύοντας την αίσθηση της αγωνίας αλλά και προσδίδοντας μία διαφορετική αισθητική οπτική.

Η υπόθεση

Η υπόθεση αφορά τον ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσσι, εραστή της Τόσκα, που συλλαμβάνεται για τα πολιτικά του φρονήματα από τον βαρόνο Σκάρπια, αρχηγό της αστυνομίας. Ο Σκάρπια προτίθεται να ελευθερώσει τον Καβαραντόσσι με αντάλλαγμα μία ερωτική συνεύρεση με την Τόσκα. Εκείνη συμφωνεί, αλλά όταν ο Σκάρπια την πλησιάζει τον σκοτώνει. Καταδιωκόμενη από την αστυνομία αυτοκτονεί πέφτοντας από τις επάλξεις του φρουρίου των φυλακών, όπου λίγο νωρίτερα είχε εκτελεστεί ο Καβαραντόσσι.

Μία όπερα με αγωνία και δράση

Ο ρεαλισμός υπήρξε λέξη-κλειδί για την Τόσκα. Σε ό,τι αφορούσε την εξέλιξη της πλοκής, ο συνθέτης δεν επιθυμούσε «στάσεις», που δεν συμβαίνουν στην πραγματικότητα, αλλά ήταν ξεκάθαρα υπέρ της συνεχούς δράσης. Οι συνεργάτες του Πουτσίνι είχαν μάλιστα έντονες αμφιβολίες για το κατά πόσο θα είχε επιτυχία ένα έργο με τόση δράση επί σκηνής. Η έμπνευση του συνθέτη ήταν ξεκάθαρα βασισμένη στην πλοκή και λιγότερο στους χαρακτήρες.

Έτσι και η μουσική, οδηγείται από τη μία κορύφωση στην επόμενη και από το ένα θεατρικό εφέ στο επόμενο, ενώ οι στιγμές λυρικής ανάπαυλας τοποθετούνται εύστοχα ανάμεσα σε δραματικά μέρη. Σπάνια σε όπερα άλλου συνθέτη, αλλά ακόμα και του ίδιου του Πουτσίνι, οι αυλαίες πέφτουν σε χρονικά πιο κρίσιμες στιγμές. Η Α’ Πράξη ολοκληρώνεται σε μουσικό πανδαιμόνιο, με τον Σκάρπια να διατυπώνει τις σκοτεινές προθέσεις του. Θα τις υλοποιήσει άραγε και πώς; Η αυλαία στη Β’ Πράξη πέφτει ακόμα πιο εντυπωσιακά με τον φόνο του Σκάρπια από την Τόσκα. Η αγωνία κορυφώνεται: θα προλάβει άραγε η Τόσκα να σώσει τον αγαπημένο της και να διαφύγουν μαζί; Στη Γ’ Πράξη την έκπληξη του κοινού ?όπως και της Τόσκα- για την εκτέλεση του Καβαραντόσσι διαδέχεται αστραπιαία η δική της αυτοκτονία. Ο Πουτσίνι εννοεί να κρατά τους θεατές σε διαρκή εγρήγορση.

Στην Τόσκα υπάρχουν σαφείς αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα, τόπους, γεγονότα και πολιτικές πεποιθήσεις. Τυπικά, το θεατρικό του Σαρντού ανήκει στην κατηγορία του ιστορικού δράματος και το γεγονός αυτό προσδίδει αληθοφάνεια. Ο Πουτσίνι δεν ήθελε να δημιουργήσει μία αληθοφανή όπερα, αλλά ρεαλιστική. Γι’ αυτό και ταξίδεψε μέχρι τη Ρώμη, προκειμένου να ακούσει τις καμπάνες του Αγ. Πέτρου από την κορυφή του φρουρίου του Αγ. Αγγέλου έτσι ώστε να τις αποδώσει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τη στιγμή της αυτοκτονίας της Τόσκα. Ζήτησε από τον φίλο του ποιητή Λουίτζι Τζάνατσο στίχους για το τραγούδι του βοσκού στην αρχή της Γ’ Πράξης, ενώ προσέτρεξε στον επίσης φίλο του ιερέα Πιέτρο Πανικέλλι προκειμένου να πληροφορηθεί διάφορες λεπτομέρειες του Te Deum, ώστε να το ενσωματώσει με πειστικό τρόπο στην όπερα. Πληροφορήθηκε με ακρίβεια όσα αφορούσαν την λιτανεία ενώ ενδιαφέρθηκε μέχρι και για τα κοστούμια της ελβετικής φρουράς στο Βατικανό.

Στην πραγματικότητα, όλα αυτά δεν χρησίμευσαν παρά ως πλαίσιο σε αυτό που κυρίως απασχολούσε τον συνθέτη. Το ρεαλιστικό ιστορικό περιβάλλον ενδιέφερε αποκλειστικά στον βαθμό που δημιουργούσε συνθήκες κινδύνου και βίας, στις οποίες μπορούσαν να αναπτυχθούν έντονα συναισθήματα. Αποτελούσε τον καμβά πάνω στον οποίο μπορούσε να αναπτυχθεί το έντονο ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στην Τόσκα, στον Καβαραντόσσι και στον Σκάρπια.

Και ως προς αυτό, η Τόσκα ευθυγραμμιζόταν με τα ιδεώδη του βερισμού, ιταλικού κινήματος αντίστοιχου του νατουραλισμού ή ρεαλισμού, έστω κι αν πρωταγωνιστές της συγκεκριμένης όπερας δεν ήταν «καθημερινοί άνθρωποι». Ο «ρεαλισμός» που κατά βάση ενδιέφερε τον Πουτσίνι ήταν αυτός της αγριότητας των καταστάσεων και των εντάσεων ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Αυτός είναι που αποδίδεται από τη μουσική με τρόπο άμεσο, χωρίς «αφύσικες» ωραιοποιήσεις. Η μουσική της Τόσκα παραμένει πιστή στην ιταλική παράδοση, δίνοντας το προβάδισμα στην ανθρώπινη φωνή, την οποία ο συνθέτης πλαισιώνει ηχοχρωματικά και εκφραστικά με μεγάλη φαντασία.

Πρεμιέρες

Η Τόσκα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης στις 14 Ιανουαρίου 1900. Στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μπήκε στις 27 Αυγούστου 1942, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, με την 19χρονη Μαρία Κάλλας (τότε ακόμα Καλογεροπούλου) στον κεντρικό ρόλο. Την παράσταση διηύθυνε ο Σώτος Βασιλειάδης.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Μουσική Διεύθυνση: Βύρων Φιδετζής
Σκηνοθεσία: Νίκος Πετρόπουλος
Σκηνικά - Κοστούμια: Νίκος Πετρόπουλος
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ίων Κεσούλης
Διεύθυνση Χορωδίας: Νίκος Βασιλείου
Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Νίκος Μαλιάρας
Μουσική προετοιμασία (σολίστ): Μαρία Νεοφυτίδου, Δόμνα Χάλαρη
Μουσική προετοιμασία (χορωδία): Ερμιόνη Νάστου