Εκείνη την εποχή "γνώρισα" πολλούς από τους χαρακτήρες που θα έβγαιναν αργότερα στα έργα μου. Ήσαν λαϊκοί άνθρωποι, λογάδες και κομπιναδόροι, σχιζοειδείς και αντιφατικοί, άνθρωποι του παιχνιδιού και της φυγής, με τα αντιφατικά τους όνειρα και το μόνιμο διαζύγιο με την πραγματικότητα. Και θυμάμαι ότι με γοήτευαν περισσότερο αυτοί που είχαν μια "άχρηστη πονηριά" και προπάντων μια περιφρόνηση στο χρόνο που πάει χαμένος. Δημήτρης Κεχαϊδης
Πηγαίνοντας στο Εμπρός μια Πέμπτη βράδυ, σκεφτόμουν τι ήταν αυτό που έκανε τον Τάσο Μπαντή να ανεβάσει "Το Τάβλι". Το έργο (γραμμένο το 1972) μιλάει για δύο λαϊκούς ανθρώπους της δεκαετίας του 70 που θέλουν να πιάσουν την καλή. Τι σχέση έχει το 1970 με το 2000 του Χρηματιστηρίου, αναρωτιόμουν . . .αδίκως. Η κατά την αρχική μου εκτίμηση λάθος επιλογή του Μπαντή με διέψευσε. Φεύγοντας από το Εμπρός πολλές απορίες μου είχαν λυθεί. Ναι, οι άνθρωποι που δανείστηκαν, που έβαλαν υποθήκη τα σπίτια τους και προσέτρεξαν στο Χρηματιστηριακό "Ναό" προκειμένου να γίνουν πλούσιοι εν μία νυκτί υπάρχουν στο "Τάβλι". Οι Έλληνες εργοδότες, οι οποίοι απασχολούν παρανόμως Βούλγαρους, Ρουμάνους, Ρώσους, Φιλιππινέζους υπάρχουν στο "Τάβλι". Η κυκλοθυμία, το φιλότιμο, η μπαγαποντιά, ο συναισθηματισμός, η ψευτιά, αλλά και η αλήθεια μας υπάρχουν στο "Τάβλι". Το έργο λοιπόν όχι μόνο δε με κούρασε, αλλά με ενθουσίασε.
Ο Τάσος Μπαντής ξεκινά εκ νέου στο Θέατρο Εμπρός. Χωρίς τους παλιούς συνεργάτες. Αλλά εκεί. Είναι χαμογελαστός, όπως πάντα. Και αφοσιωμένος. Αφοσιωμένος στο θέατρο, στη δουλειά. Σ' αυτήν την "πρώτη" του παράσταση σκηνοθέτησε με δύναμη το παιχνίδι ανάμεσα στους δύο άνδρες, σεβάστηκε τους χαρακτήρες και απέφυγε τις εγκεφαλικές ερμηνείες, αφήνοντας το σπουδαίο έργο του Κεχαίδη να τον οδηγήσει. Ωστόσο διαισθάνεται κανείς τη νευρικότητα μιας νέας αρχής.
Ο χώρος του θεάτρου έχει αλλάξει άρδην. Το σκηνικό της παράστασης (Ελένη Μανωλοπούλου) είναι τόσο λιτό που αρχικώς αποπνέει ψυχρότητα. Κι όμως αυτή η μακρόστενη αυλή με τη βρύση και το λάστιχο, η τσιμεντένια μάντρα, αλλά και το άσπρο πανί πίσω από τους ηθοποιούς αποδεικνύονται το κατάλληλο σκηνικό για το έργο του Κεχαϊδη.
Ο Χρήστος Στέργιογλου ταίριαξε "γάντι" στον Κόλια. Είναι ένας Κόλιας αυθεντικός, συγκινητικός μέσα στην αντιφατικότητά του, οικείος μέσα από τη μοναξιά του. Μας θυμίζει έντονα ήρωα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Είναι ανήσυχος, φοβισμένος, συναισθηματικός, αφελής, πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Η κίνησή του μελετημένη, αλλά απροσποίητη, το βλέμμα του αληθινό, οι παύσεις του ουσιαστικές. Ίσως να είναι λίγο περισσότερο ευάλωτος από όσο θα έπρεπε στις συγκρούσεις.
Ο Άγης Εμμανουήλ παρασύρει με άνεση τους θεατές στα φανταστικά του σχέδια. Καλύτερη στιγμή του όταν σκίζοντας τα ρούχα του θέλει να βγει στο δρόμο, όταν μην αντέχοντας την πραγματικότητα θέλει να βγει από τον εαυτό του. Σ' αυτήν τη δύσκολη σκηνή απογειώνεται η ερμηνεία του, και φαίνεται ξεκάθαρα η σκληρή δουλειά που έχει αφιερώσει στην προετοιμασία. Λιγότερο καλός στο λαϊκού χαρακτήρα πάρε δώσε. Λεπτομέρεια που θα μπορούσε να προσέξει: μια δυσκολία στη φωνητική ευλυγισία, στο σπάσιμο της φωνής. Κάτι που ο συμπαίκτης του -λόγω ίσως και της πολύτιμης εμπειρίας στα μουσικο-θεατρικά προγράμματα των Κραουνάκη Νικολακοπούλου- γνωρίζει άριστα.
Ένα σπουδαίο ελληνικό έργο από τον Δημήτρη Κεχαϊδη, αλλά και μια δυνατή παράσταση με την υπογραφή του Τάσου Μπαντή.