Η αναγγελία της πρώτης Μπιενάλε προκάλεσε εκ νέου τον προβληματισμό που σχετίζεται με την αισθητική της Αθήνας. Κι αυτό γιατί πριν ακόμη αποκαλυφθεί ότι η καταστροφή που ανήγγελλε ο τίτλος αφορούσε τα στερεότυπα υπό το πρίσμα κάποιας εικαστικής προσέγγισης, επανέκαμψαν οι αμφιβολίες που αφορούν στον χαρακτήρα και την ομορφιά της, αλλά και τις συγκρίσεις που τη φέρνουν συχνά «αντιμέτωπη» με άλλες καταξιωμένες αισθητικά πόλεις του εξωτερικού. Σε αναζήτηση μιας έγκυρης γνώμης φτάσαμε στο γραφείο του Δημήτρη Φιλιππίδη προκειμένου να μιλήσουμε για έννοιες όπως η αστική αισθητική και διαχείριση.
Είναι όμορφη ή άσχημη τελικά η Αθήνα;
«Ο προβληματισμός για τον εάν η Αθήνα είναι μια όμορφη πόλη είναι ένα ερώτημα με βάση καθαρά αισθητική. Ποιος είναι όμως ο αρμόδιος για να κρίνει κάτι τέτοιο; Εάν αναζητήσουμε το σημερινό νόημα της λέξης στην τέχνη θα ανακαλύψουμε ότι αυτή δεν θέλει καν να αρέσει. Θέλει να αναστατώνει, να προκαλεί. Ηδη, οι καλλιτέχνες θεωρούν ξεπερασμένο το να προσπαθήσει κανείς να κάνει κάτι όμορφο. Είναι δύσκολο να μιλήσει κάποιος για αισθητική και παράλληλα να αποφύγει να γίνει λυρικός. Σήμερα δεν μπορείς να μιλήσεις για τρυφερά και ρομαντικά πράγματα χωρίς να γίνεις "ροζ". Η Αθήνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί όμορφη ή άσχημη, ούτε είναι εύκολο να πούμε ότι την ομορφαίνουμε βάζοντας σε μια πλατεία ένα άγαλμα παιδιού με ένα καλαθάκι γεμάτο ροζ φρούτα!».
Η έννοια της όμορφης πόλης.
«Αντίστοιχη αντιμετώπιση έχει και το σινάφι των αρχιτεκτόνων που ασχολούνται με αστικές αναπλάσεις ή διαμορφώσεις ελεύθερων χώρων. Δεν θέλουν να σχεδιάσουν κάτι "εύκολο". Η σύγχρονη αρχιτεκτονική που διδάσκουμε είναι οξεία και δεν προσπαθεί να αρέσει σε όλο τον κόσμο. Θέλει να προσελκύσει το ενδιαφέρον, αλλά όχι μέσα από την ομορφιά. Δεν ισχύει δηλαδή αυτό που ίσχυε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική για παράδειγμα. Τότε που ήταν όλα πολύ όμορφα, τα κολωνάκια, οι αναλογίες ή η αρμονία. Είναι πραγματικά πολύ εύκολο για έναν αρχιτέκτονα να ενδώσει στο γλυκερό, το εύκολο και να πάει σε ένα προάστιο να χτίσει ένα ροζ παραμυθόσπιτο! Μπορεί να το κάνει αυτό πολύ πειστικά και νόμιμα, και δεδομένου ότι υπάρχει ένα φανατικό κοινό που δεν θέλει ούτε να αναστατωθεί ούτε να προβληματιστεί, αλλά να μπαίνει στο σπίτι του και να πλέει σε ροζ σύννεφα, θεωρείται και επιτυχημένος. Δεν μπορεί όμως το προάστιο με τα παραμυθόσπιτα να θεωρηθεί ομορφότερο από την Αθήνα».
Η αισθητική σε δεύτερη μοίρα.
«Οταν οι αρμόδιοι ζητούν από εμάς τους αρχιτέκτονες να προτείνουμε κάτι για την πόλη, δεν ενδιαφέρονται εάν αυτό θα είναι όμορφο ή άσχημο. Το μόνο που μας ζητούν είναι να είναι λειτουργικό. Στην πολεοδομία ξεκινάει και τελειώνει κανείς στη λειτουργικότητα. Δεν αναρωτήθηκε κανείς ποτέ εάν η Αττική οδός είναι όμορφη. Αρα η αισθητική έχει πέσει έξω από τον λογαριασμό».
Ο παράγοντας τύχη.
«Εχει συμβεί κάποιες φορές στην Αθήνα εντελώς τυχαία η ομορφιά να ταυτιστεί με τη λειτουργικότητα. Η πλατεία της Αγίας Σοφίας, για παράδειγμα, σώθηκε από θαύμα, αφού πριν από μερικά χρόνια ένα σχέδιο θα τη μετέτρεπε σε ένα εξυπηρετικό σταυροδρόμι με φανάρια. Οι πολιτικές συγκυρίες την έσωσαν τελευταία στιγμή, και διαμορφώθηκε έτσι ώστε να είναι ταυτόχρονα όμορφη και λειτουργική».
Τέλος στις συγκρίσεις.
«Με εκνευρίζει αφόρητα η σύγκριση ανάμεσα στη Φλωρεντία με την Αθήνα ή στο Παρίσι με την Αθήνα. Είναι δείγμα είτε αφόρητου σνομπισμού είτε αφέλειας. Το Παρίσι ή η Φλωρεντία που έχουμε στο μυαλό μας είναι μνημεία. Τα μνημεία δεν συγκρίνονται με μια μεγαλούπολη σαν την Αθήνα, είναι ανόμοια πράγματα».
Αναζητώντας την πραγματική ομορφιά.
«Ομορφη πόλη είναι η ζωντανή και η ελεύθερη πόλη κι όχι αναγκαστικά αυτή με τους φαρδείς δρόμους. Θεωρώ απείρως θετική την παρουσία των οικονομικών μεταναστών στην Αθήνα. Εδωσε ζωντάνια στην Αχαρνών, στα Πατήσια, έδωσε ζωή στα εγκαταλειμμένα σπίτια, άνοιξαν τα μπακαλικάκια, έγιναν σχολεία. Δεν με ενδιαφέρει η αισθητική με τη στενή έννοια, πρώτα απ όλα πρέπει να σωθεί η ζωντάνια, δηλαδή η ίδια η πόλη. Ευτυχώς έχουμε πολλές Αθήνες, αφού δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Δεν έχουμε τα ίδια γούστα και συνήθειες ή ανάλογη παιδεία, ούτε τα ίδια πορτοφόλια. Στην Αθήνα πρέπει όλοι να βρουν τη θέση τους. Η Αθήνα κατάφερε κάτι πραγματικά δύσκολο: να ξεπεράσει τα γκέτο και τους ρατσισμούς που δοκιμάζουν τις μεγάλες πόλεις του εξωτερικού. Εξακολουθούμε να μπορούμε να συζητάμε τους όρους της συμβίωσης, γιατί Αθήνα σημαίνει συμβίωση. Εάν η πλατεία της γειτονιάς μου έχει ένα όμορφο άγαλμα είναι δευτερεύον, και πρέπει να με απασχολήσει αργότερα. Ψάχνω να βρω μέσα στην πόλη λιγότερους φράχτες, λιγότερα χωρίσματα, λιγότερα γκέτο, περισσότερη ελευθερία».
Η έννοια της αστικής διαχείρισης.
«Νομίζω ότι αυτό που λείπει εντελώς από τον δημόσιο βίο μας είναι η διαχείριση. Πάνω στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, για παράδειγμα, στράφηκαν τα φώτα της δημοσιότητας το καλοκαίρι του 2004. Τότε όλοι μιλούσαν για θαύμα, για το κρυμμένο πρόσωπο της Αθήνας που φανερώθηκε, για τον κόσμο που ανακάλυψε την πόλη και άλλα πολλά. Οταν σώθηκαν όμως τα χρήματα κι έσβησαν τα φώτα, εξανεμίστηκε αυτόματα και το ενδιαφέρον του κόσμου για τον πεζόδρομο. Το να μην κινδυνεύσει να παρασυρθεί κάποιος που περπατάει εκεί από τα τουριστικά πούλμαν είναι σίγουρα σημαντικό, αλλά όχι αρκετό. Απουσιάζουν εντελώς τα κίνητρα και η δράση. Το μόνο που φιλοξενείται εκεί είναι μια εποχιακή έκθεση βιβλίου. Μοιάζει σαν το τζάκι που σβήνει όταν τελειώσουν τα ξύλα».
Η Αθήνα και η σχέση με τους κατοίκους της.
«Πολλοί ισχυρίζονται ότι η Αθήνα υποφέρει από την παρουσία κατοίκων που δεν έχουν αστική συνείδηση. Τι είναι αυτό που τη δημιουργεί άραγε; Υπάρχουν διάφορες θεωρίες περί φρέσκου πληθυσμού, που δεν έχει εδραιωθεί ακόμη, που θεωρεί ότι η Αθήνα είναι ο τόπος που έχει έλθει για να βγάλει λεφτά. Εγώ πιστεύω ότι η αιτία είναι άλλη. Η σύγχρονη πόλη έχει ανάγκη διαχείρισης. Είναι βέβαιο ότι πρέπει να λέμε "ναι" στην εξέλιξη, στα κέντρα και τις καφετέριες, αλλά με ποιους όρους και με ποιες αναλογίες; Οταν "άνοιξε" του Ψυρρή, όλοι έτρεξαν να πάρουν κομμάτι από την πίτα, και μέσα σε τρία χρόνια του άλλαξαν τα φώτα. Το ίδιο συμβαίνει στο Γκάζι, το Θησείο, το Μεταξουργείο και στο παρελθόν στην Πλάκα. Καθετί αξιοποιήσιμο και εκμεταλλεύσιμο κάποια στιγμή τελειώνει. Μοιάζει σαν αρρώστια που μεταδίδεται με ταχύτητα και όταν περάσει, αφήνει πίσω της κουφάρια τα οποία πρέπει εκ νέου να αξιοποιηθούν».
Οι πλατείες, η χρήση τους και οι μελέτες.
«Στην Ομόνοια συνέβη κάτι ανεξήγητο. Οι συζητήσεις πριν από την κατασκευή της εξαντλούνταν στο το εάν θα φαίνεται και από πού ακριβώς η Ακρόπολη. Δεν απασχόλησε κανέναν σε ποιους απευθύνεται αυτή η πλατεία και πώς θα χρησιμοποιηθεί. Γι αυτό και τοποθετήθηκαν, όπως είδαμε, αλουμινένια λεπτεπίλεπτα στοιχεία και φωτάκια led που προορίζονται για τις βιτρίνες κοσμηματοπωλείων. Αντιληφθήκαμε όλοι τα αποτελέσματα σε σχέση με την αντοχή τους. Αντίστοιχο παράδειγμα και η πλατεία στο Μοναστηράκι. Ο διαγωνισμός ανέδειξε πρώτο το πιο σεμνό σχέδιο, που προέβλεπε ένα πολύπλοκο δάπεδο, μια πολύχρωμη κουρελού με διάφορα κομμάτια μάρμαρου από κάθε μεριά της Ελλάδας. Είμαι βέβαιος ότι όταν ολοκληρωθεί η κατασκευή θα είναι όμορφη, αλλά φοβάμαι πως αυτό δεν αρκεί, αφού το πιο σημαντικό στοιχείο δεν επηρέασε τη μελέτη. Εξέτασε κανείς το γεγονός ότι επάνω στην πλατεία ανεβαίνουν μηχανάκια ή ότι στήνονται υπαίθριες αγορές; Ότι αυτές οι λειτουργίες απαιτούν ιδιαίτερη μεταχείριση;».
Ερμού και Βουκουρεστίου.
«Οι υποδειγματικοί πεζόδρομοι. Νομίζω ότι η Ερμού είναι παράδειγμα για την Αθήνα. Μπορεί αισθητικά να μην είναι άψογη, το πλακόστρωτο να έχει κάποια προβλήματα, παραμένει όμως ζωντανή. Συμμετέχουν και τη μοιράζονται πολλές και διαφορετικές ομάδες. Και αυτοί που βολτάρουν, και αυτοί που ψωνίζουν. Η Ερμού και τα παρακλάδια της "χωρούν" και ηλικιωμένους και μωρά. Πριν πεζοδρομηθούν η Βουκουρεστίου και η Ερμού υπήρξαν αντιδράσεις. Κανείς δεν πίστεψε ότι το μοντέλο θα δούλευε, και τώρα όλοι ζητούν πεζοδρόμους. Αντίθετα, νομίζω ότι η οδός Αθηνάς έχει πάψει να είναι αυθεντική. Ημουν ανέκαθεν αντίθετος με την ανανέωσή της. Δεν την έβλεπα βρώμικη ούτε σκοτεινή ούτε άσχημη. Δεν νομίζω πως τα επιχρυσωμένα πόμολα τη βοήθησαν».
Ο κίνδυνος της ψευδαίσθησης.
«Πιστεύω ότι ο πραγματικός κίνδυνος για την Αθήνα είναι τα εμπορικά κέντρα. Αυτά είναι οι εχθροί της πόλης. Είναι ένα κλειστό κουτί, χωρίς επαφή με το περιβάλλον, όπου ακούγεται μια τεχνητή βαβούρα, ένας θόρυβος που δεν έχει καμία σχέση με τη φυσική βοή της πόλης. Εκεί "μαντρώνεται" το πλήθος με το πρόσχημα της προστασίας και του δημιουργείται η ψευδαίσθηση μιας ψεύτικης πραγματικότητας. Κατά τη γνώμη μου, είναι πιο επικίνδυνη αυτή η κατάσταση από την πιθανότητα κάποιος να αρπάξει μια τσάντα στον δρόμο. Προτιμώ τον "προβληματικό" που θα τον υποψιαστώ και θα με κάνει να αλλάξω πεζοδρόμιο παρά να ζήσω μέσα σε ένα κατασκευασμένο περιβάλλον.
Ηρώ Γιάννου-Σιγάλα // Φωτό: Μ. Μαράκη
Η αναγγελία της πρώτης Μπιενάλε προκάλεσε εκ νέου τον προβληματισμό που σχετίζεται με την αισθητική της Αθήνας. Σε αναζήτηση μιας έγκυρης γνώμης φτάσαμε στο γραφείο του Δημήτρη Φιλιππίδη προκειμένου να μιλήσουμε για έννοιες όπως η αστική αισθητική και διαχείριση.