ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «Μιλάω βραζιλιάνικα..» [μικρή παύση] «Γιατί δεν ξέρω ελληνικά..» [μεγάλη παύση] «Και δε θέλω να μιλήσω αγγλικά» [τελεία].
Με αυτές τις τρεις μικρές προτάσεις, ένας από τους μεγαλύτερους, σημαντικότερους, πιο ψαγμένους και πιο καλλίφωνους καλλιτέχνες της Βραζιλίας, ο Καετάνο Βελόζο, έβαλε τον εαυτό του και τη μουσική της χώρας του, στη θέση που της αρμόζει, στο βάθρο της πραγματικής «world music» (και όλα τα πράγματα σε μία τάξη..!)
Αμέσως μετά, ξεκαθάρισε όλα τα «ζητήματα» που έχουν σχέση με την «ιμπεριαλιστική» αγγλόφωνη (ανούσια) μουσική που μιμείται τις παραδοσιακές μουσικές των εκάστοτε χωρών, και πωλείται ως «world» ή «ethnic», τραγουδώντας ένα βραζιλιάνικο τραγούδι στα αγγλικά!
Από πού να αρχίσω πότε και (γιατί?) να σταματήσω να σου μιλάω για τον Caetano Veloso, έναν από τους μουσικούς που λατρεύω σαν τρελαμένη γκρούπι (πως αυτοσυγκρατήθηκα και δεν όρμησα μέσα στα καμαρίνια να πέσω στα πόδια του και να λέω βλακείες, ένας Θεός ξέρει);
Τέλος πάντων, επιστρέφω στο πρόγραμμα, διότι αυτή τη στιγμή ο Καετάνο εμφανίζεται μόνος του στη σκηνή, με μια ακουστική κιθάρα στα χέρια, κάθεται σ’ ένα σκαμπό και με τις 1000 φωνές που κρύβει στο λαιμό του, λέει δύο εξαίσια τραγούδια (το δεύτερο εκ των οποίων είναι η «Paloma», τραγούδι που έλεγε σε μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ταινίας του Πέδρο Αλμοδόβαρ, «Hable con Ella».
Από την ερμηνεία της «Paloma» στην ταινία, και από το ντουέτο του με την τρομερή Lila Downs στο τραγούδι «Burn It Blue», που ακουγόταν στην «Frida», τον γνώρισαν και πολλοί Έλληνες που ήταν κι αυτοί εκεί, στο θέατρο του Badminton, την Πέμπτη το βράδυ.
Μπήκα στο θέμα από τη μέση, όμως και γι’ αυτό επιστρέφω στην αρχή, διότι από την πρώτη στιγμή..
Ήμουν κι εγώ εκεί...
..από την πρώτη στιγμή, λέω, καταλάβαμε οι παρευρισκόμενοι (στην πρώτη ζωντανή εμφάνιση του Καετάνο Βελόζο στην Ελλάδα), ότι οι τρεις μουσικοί του και ο ίδιος θα παρέδιδαν μαθήματα ρυθμού εκείνο το βράδυ.
Καθώς άκουγα τα ντραμς να βγάζουν από τη.. μπότα τους λαγούς, το μπάσο να εκπέμπει κάτι θείες χαμηλές συχνότητες (που με έκαναν να θέλω να πάω να ξαπλώσω πάνω τους και να τις αφήσω να με σκεπάσουν για πάντα) και τη φωνή αυτού του αιώνια νέου, 65χρονου, μύθου της παγκόσμια μουσικής, να με πηγαινοφέρνουν πάνω_κάτω, μέσα_έξω και γύρω_γύρω, σκεφτόμουν ότι αν θέλει κάποιος να «μάθει» (δηλαδή να νιώσει μέχρι το βάθος του εσώτερού του) τι εστί ρυθμός, δύο είναι οι καλύτεροι δάσκαλοι: οι αφρικανοί και οι βραζιλιάνοι μουσικοί.
Να βάλω λοιπόν, από ένα είκοσι (με άριστα το δέκα), στους τρεις μουσικούς που συνόδευαν τον μοναδικό ΜΟΥΣΙΚΟ Veloso, δύο εκ των οποίων έμοιαζαν εντελώς πιτσιρικάδες. Ήταν εξαιρετική σε όλα όσα έπαιξαν απίστευτα συντονισμένοι, συγκεντρωμένοι και δεξιοτέχνες. Χορτάσαμε δυναμικούς, μελωδικούς, ‘τρελούς’, ροκ, βραζιλιάνικους, τρυφερούς και ερωτευμένους ήχους.
Με τέτοιου επιπέδου μουσική από πίσω της η φωνή αυτού του ανθρώπου, την οποία για να περιγράψω θα πρέπει να γράφω δύο μέρες, άστραψε, φώτισε και έλαμψε μέσα στο μεγάλο θέατρο.
Κατά την ταπεινή μου, στον Καετάνο Βελόζο οι Θεοί αποφάσισαν να δώσουν περισσότερες από μία φωνή (αλλιώς δεν εξηγείται το άκουσμα). Με αυτές τις «χίλιες» φωνές του, παίζει όπως θέλει με τις νότες, κάνει ανήκουστα γυρίσματα και πιάνει κάποιες τόσο ψηλές συχνότητες που σε κάνουν να πιστεύεις ότι ακούς κάτι προερχόμενο από το γαλαξία.
Δε θέλω καν να αρχίσω να μιλάω για την άρθρωση του, ούτε για την εκφραστικότητα, το αίσθημα, το χρώμα, την θεατρικότητα της ερμηνείας, την τέλεια κίνηση (πάλι ο βραζιλιάνικος ρυθμός που έχει εγγραφεί στο DNA), την αγαπημένη του bossa nova, τη σάμπα.. κ.λπ.
Θα πω μόνο ότι σε κάθε του δίσκο ο Καετάνο Βελόζο κάνει κάτι διαφορετικό, και (όπως ο Ντύλαν) δεν αρκείται στα κερδισμένα..
Πειραματίζεται, ψάχνει, βρίσκει και μεγαλουργεί.
Για εσένα, τώρα που δεν ήσουν εκεί τι να πω;
Μεγάλη βλακεία, αδερφέ μου..
Η καλύτερη στιγμή:
Όλο αυτό το πρόγραμμα μια υπέροχη και αξέχαστη στιγμή ήταν, που με έκανε να αισθανθώ πάλι πολύ τυχερή.
Δυο τρία πράγματα που πρέπει να μάθεις για τον Caetano Veloso:
Γεννημένος στις 7 Αυγούστου του 1942 στο Santo Amaro De Purificacao στην Bahia της Βραζιλίας, ο Veloso αφομοίωσε την πλούσια μουσική κληρονομιά της περιοχής του με τις επιρροές από τη μουσική της Καραϊβικής, της Αφρικής και της Βόρειας Αμερικής.
Αυτό όμως που τον κέρδισε ήταν ο ήχος της bossa nova του βραζιλιάνου «Θεού» Joao Gilberto και πάνω σε αυτόν βάσισε την ιδιαίτερα εκλεκτική pop μουσική του.
Ακολουθώντας τα βήματα της αδελφής του Maria Bethania που έκανε και αυτή μια πολύ επιτυχημένη προσωπική καριέρα, ο Veloso πήγε στο Rio στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και στα 23 χρόνια του κέρδισε βραβείο σε ένα διαγωνισμό στιχουργικής με το τραγούδι του «Um Dia», εξασφαλίζοντάς του ένα συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Phillips.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Veloso μαζί με άλλους βραζιλιάνους star (Gal Costa, Gilberto Gil) έγιναν οι εκπρόσωποι του νέου κύματος MPB (Musica Popular Brasileira) , ένας όρος που χρησιμοποιούν οι βραζιλιάνοι για την pop μουσική τους.
Λαμπρός, φιλόδοξος και δημιουργικός ο Veloso με τις ανοιχτές αριστερές πεποιθήσεις του θα γινόταν σύντομα, μια φιγούρα που ξεσήκωνε αμφισβητήσεις.
Το 1967 ήδη αποτελούσε μέρος του χίπικου κινήματος στη Βραζιλία και μαζί με τον Gilberto Gil δημιούργησαν μια νέα μορφή pop μουσικής που ονομάστηκε tropicalia.
Έντεχνη και εκλεκτική, η tropicalia διατήρησε την επίδραση της bossa nova και ενισχύθηκε από στοιχεία του folk rock και του art rock σε ένα ηχητικό μόρφωμα από ηλεκτρικές κιθάρες και ποιητική πρόζα μαζί με την ελευθερία της jazz και τις επιρροές από τους Γάλλους ντανταϊστές.
Αρχικά δεν έγινε αποδεκτός από τους εραστές της παραδοσιακής pop μουσικής της Βραζιλίας (ο Veloso και ο Gil αντιμετώπισαν την οργή των pop fans ανάλογη με εκείνη που προκάλεσε ο Dylan όταν ακολούθησε ηλεκτρικούς δρόμους στη μουσική του).
Η tropicalia ήταν ένα στιλιστικό υβρίδιο που έκοβε την ανάσα και σηματοδοτούσε την έλευση μιας νέας γενιάς τολμηρών, προκλητικών και πολιτικά ενεργών μουσικών οι οποίοι θα άλλαζαν το πρόσωπο της MPB.
Ήταν ένα πολιτιστικό άλμα, καθόλου ακίνδυνο.
Από το 1964, η Βραζιλία βρισκόταν υπό στρατιωτική δικτατορία (επί 20 χρόνια) και δεν έβλεπε με καλό μάτι τη ριζοσπαστική μουσική τέτοιων ακτιβιστών.
Υπήρξαν άμεσες προσπάθειες να ελεγχθούν και να εμποδιστούν οι ηχογραφήσεις και οι συναυλίες πολλών tropicalistas.
Η λογοκρισία των στίχων στα τραγούδια και οι λίστες στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο (ο Veloso ήταν συχνά οικοδεσπότης σε τηλεοπτικές εκπομπές ποικίλης ύλης) ήταν καθημερινότητα.
Όσο καθημερινή ήταν και η εκτέλεση καλλιτεχνών ανοιχτά επικριτικών στο καθεστώς ? και ο Veloso και o Gil βρίσκονταν στην κορυφή αυτής της λίστας επικίνδυνων για το καθεστώς ατόμων.
Και οι δύο πέρασαν από δίμηνη φυλάκιση για «αντικυβερνητική δράση» και άλλους 4 μήνες σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Μετά από μια κοινή συναυλία τους το 1968, οι Veloso και Gil εξορίστηκαν στο Λονδίνο.
Ο Veloso συνέχισε να ηχογραφεί στο εξωτερικό και να γράφει τραγούδια για άλλους αστέρες της tropicalia. Δεν του επιτράπληκε όμως να γυρίσει στη Βραζιλία παρά μόνο το 1972.
Αν και η συμμετοχή του στην πολιτικοποιημένη τέχνη ποτέ δεν μειώθηκε, ο Veloso, μέσα στα επόμενα 20 χρόνια εξελίχθηκε από έναν πολύ δημοφιλή βραζιλιάνο τραγουδοποιό σε πυρήνα της βραζιλιάνικης pop.
Επί δεκαετίες συνέχισε σε έναν εξοντωτικό ρυθμό να ηχογραφεί, να κάνει παραγωγές και συναυλίες και στα μέσα της δεκαετίας του ’70 πρόσθεσε στο βιογραφικό του και την έκδοση ενός βιβλίου με άρθρα, ποιήματα και στίχους που κάλυπταν την περίοδο 1965 _ 1976.
Στη δεκαετία του ’80, ο Veloso έγινε σταδιακά πιο γνωστός και έξω από τη Βραζιλία, περιοδεύοντας στην Αφρική, τη Γαλλία, το Ισραήλ, παίρνοντας συνέντευξη από τον Mick Jagger για τη βραζιλιάνικη τηλεόραση και το 1983 παίζοντας για πρώτη φορά στην Αμερική.
Έκανε τρεις sold out συναυλίες στο Public Theatre της Νέας Υόρκης οι οποίες δέχτηκαν διθυραμβικές κριτικές από τον κριτικό των New York Times, Robert Palmer.
Αυτή η σταδιακή αύξηση της δημοτικότητάς του συνέβη ενώ ήταν πολύ δύσκολο να βρεις δίσκους του στα αμερικανικά δισκοπωλεία και αν τους έβρισκες ήταν πολύ ακριβές εισαγωγές από τη Βραζιλία.
Ωστόσο, η φήμη του αυξανόταν, χάριν κυρίως στους κριτικούς που έγραφαν για μουσική εκτός Αμερικής.
Ο Veloso δεν νοιάστηκε ποτέ για το χαμηλό προφίλ που είχε εκτός της χώρας του και η δουλειά του μετά από τόσα χρόνια, ακόμη και όταν έγινε διεθνώς αναγνωρίσιμος, παρέμεινε προκλητική και ασυμβίβαστη με τις αμερικανικές επιταγές και γούστα.
Για παράδειγμα δεν τραγούδησε ποτέ στα αγγλικά για να πετύχει στην Αμερική ? τραγουδούσε πάντα στα πορτογαλικά και μόνο όταν το ένιωθε, στα αγγλικά.
Έκανε παρέα με εστέτ νεοϋορκέζους μουσικούς (Arto Lindsay, David Byrne) αλλά ποτέ δεν το έκανε θέμα.
Ο Veloso ήταν ένας από τους σπάνιους μουσικούς που ήταν διάσημοι, πουλούσαν ένα σωρό δίσκους (τουλάχιστον στη Βραζιλία) και γίνονταν «χρυσοί» χωρίς αλαζονείες, και ναρκισσιστικές πόζες.
Ο Veloso δεν έδειξε ποτέ σημάδια επιβράδυνσης της δράσης του. Μετά την ηχογράφηση του «Enstrageiro» το 1989 η δημοτικότητα του Veloso στην Αμερική αυξήθηκε κατακόρυφα αγγίζοντας το ζενίθ της με την κυκλοφορία του «Tropicalia 2» το 1993, ένα δίσκο φτιαγμένο από κοινού με τον Gilberto Gil.
Το album αυτό μπήκε στις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς από πολλούς κριτικούς και απέδειξε ότι η δημιουργικότητα των δύο βραζιλιάνων δεν είχε καμφθεί καθόλου.
Οι ηχογραφήσεις του από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, «Circulado», «Fina Estampa» και «Circulado Ao Vivo» (το οποίο περιλαμβάνει διασκευές του στο «Black And White» του Michael Jackson και «Jokerman» του Bob Dylan) ήταν σπουδαίες και το καλοκαίρι του 1997, ο Veloso έκανε τη μεγαλύτερη αμερικανική περιοδεία του.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Veloso έγινε εκτεταμένο θέμα στο περιοδικό Spin που συνέπεσε με την κυκλοφορία του album «Livro».
Τo 1999 κυκλοφόρησε το «Omaggio A Federico E Giulietta» (φόρος τιμής στον Federico Fellini και τη σύζυγό του, ηθοποιό Giulietta Massina).
Κέρδισε επίσης βραβείο Grammy για το καλύτερο album MPB μουσικής για το «Livro», στην πρώτη ετήσια τελετή των Latin Grammies και συνέθεσε το μουσικό score για την ταινία του Carlos Diegues, «Orfeu».
Μετά το τέλος της χιλιετίας, ο Veloso δέχτηκε την πρόσκληση του Pedro Almodóvar να τραγουδήσει στην ταινία του «Hable Con Ella». Η ερμηνεία του στο μεξικανικό τραγούδι «Cucurucucu Paloma» υμνήθηκε παγκοσμίως από τους κριτικούς. Την ίδια χρονιά, το 2001, έκανε μια συναυλία στο Assisi της Ιταλίας προς τιμή του κινηματογραφικού ειδώλου του Michaelangelo Antonioni και εμφανίστηκε στο Wuppertal της Γερμανίας ως ειδικός καλεσμένος της χορογράφου Pina Bausch.
Έφτιαξε επιπλέον ένα album bossa nova, το «Noites De Norte», ένα διπλό ζωντανό δίσκο από την Bahia, που ήταν υποψήφιο για Grammy το 2003 και ένα album - συνεργασία με τον ποιητή Jorge Mautner («Eu Nao Peco Desculpa»).
Η συμμετοχή του στο soundtrack της ταινίας «Frida» με το τραγούδι «Burn It Blue», ήταν υποψήφιο για Oscar Καλύτερου Τραγουδιού. Ο Veloso το τραγούδησε μαγικά μαζί με τη Lila Downs στην τελετή απονομής των Oscar. Παράλληλα κυκλοφόρησε και το album «A Foreign Sound». Το 2006 επέστρεψε με το album «Cê» έναν χαρακτηριστικά ποικιλόμορφο και ενδιαφέροντα δίσκο σε συμπαραγωγή του γιου του Moreno.
Γεωργία Λαιμού.
Ησουν κι εσύ εκεί; Πες μου τι είδες μ' ένα mail...: [email protected]