Στις πρόβες του επιβλητικού Λόενγκριν: Τετ α τετ με Τζούλια Σουγλάκου και Πέτρο Μαγουλά [συνεντεύξεις+photos]

26.01.2017
Η εμβληματική όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Λόενγκριν», έρχεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 27 Ιανουαρίου 2017 και για πέντε μόνο παραστάσεις, 52 χρόνια μετά την πρώτη, και μοναδική έως σήμερα, παρουσίαση του έργου από την Εθνική Λυρική Σκηνή, τον Ιανουάριο του 1965. Πρόκειται για μια νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, προερχόμενη από την Εθνική Όπερα της Ουαλίας και το Θέατρο Βιέλκι - Εθνική Όπερα Πολωνίας, σε ένα έργο-ορόσημο της μουσικής ιστορίας, από τα σημαντικότερα του συνθέτη. Την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΕΛΣ, Μύρων Μιχαηλίδης, ενώ τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο πολυβραβευμένος Βρετανός σκηνοθέτης και σκηνογράφος Άντονυ ΜακΝτόναλντ.

Συνέντευξη: Γεωργία Οικονόμου

Λήψεις βίντεο και φωτογραφιών: Αθα Σκοταρά


Εμείς μιλήσαμε με δύο πρωταγωνιστές της πολυαναμενόμενης αυτής παραγωγής, τον Πέτρο Μαγουλά (ενσαρκώνει τον Βασιλιά Ενρίκο) και την Τζούλια Σουγλάκου (ενσαρκώνει την Όρτρουντ ) και μάθαμε όσο το δυνατόν περισσότερα γι' αυτήν.

Η Τζούλια Σουγλάκου μάς εξηγεί για τον Λόενγκριν: «Ο Λόενγκριν αποτελεί το αποκορύφωμα της ρομαντικής όπερας. Στο ρομαντισμό, η λατρεία του συναισθήματος συνδυάζεται με ισχυρές και διαυγείς διαδικασίες της συνείδησης. Ο Βάγκνερ μετατρέπει ένα μεσαιωνικό παραμύθι, σε ποιητικό κείμενο, γεμάτο συμβολισμούς, αλληγορίες, διαφάνειες και σκότη. Η ανυπέρβλητη μουσική γραφή αφήνει στον ακροατή, συχνά, την αίσθηση του ασώματου, του κρυστάλλινου φωτός, της διαύγειας, όταν π.χ. αναφέρεται στον Λόενγκριν ή στο Γκραλ. Γίνεται βαθύτατα λυρική, ''ζεστή'', τρυφερά ανθρώπινη, με έντονο το στοιχείο της ονειροπόλησης, όταν παρουσιάζει την Έλζα. Οδηγεί σε έντονο δραματικό αναβρασμό, σε ''κατάμαυρα, μηδενιστικά βάθη'' όταν εμφανίζεται η Όρτρουντ. Με ανάλογες χρωματικές και συναισθηματικές παλέτες αποδίδονται όλοι οι χαρακτήρες του έργου. Αυτή η ''μαγική'' γραφή δημιουργεί βαθιά συγκίνηση, που είναι το ζητούμενο, όταν παρουσιάζεται ένα έργο τέχνης. Εδώ βρίσκει την καθαρή, υψηλή, απόλυτη έκφρασή της.»

Ο Πέτρος Μαγουλάς προσθέτει: «Πρόκειται για μία αριστουργηματική όπερα που έχει μια σταθερή θέση στο ρεπερτόριο των ανά τον κόσμο οπερατικών σκηνών. Συνδυάζει ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα με στοιχεία μυθοπλασίας κι έχει όλα τα συστατικά της μεγάλης ρομαντικής όπερας. Έρωτας, θάνατος, ανθρώπινα πάθη καθώς και το στοιχείο του φανταστικού, του υπερφυσικού. Η μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ, ενός από τους κορυφαίους συνθέτες όπερας, δεν είχε μέχρι τώρα στην Ελλάδα την τύχη που της αξίζει, κυρίως λόγω της έλλειψης των τεχνικών προδιαγραφών σε επίπεδο κτιριακών υποδομών καθώς απαιτεί μεγάλη ορχήστρα. Όμως αυτό δείχνει ν´αλλάζει. Δεν έχουμε πια λόγο να στερούμαστε αυτό το ρεπερτόριο από τον ετήσιο προγραμματισμό του μονάκριβου λυρικού μας θεάτρου.»

Τι είναι αυτό που γοητεύει τον Πέτρο Μαγουλά στο έργο; «Το υπερφυσικό στοιχείο και ο συγκλονιστικός τρόπος που το αποδίδει ο Βάγκνερ με την ηχητική του παλέτα. Όπως π.χ. όταν η κατηγορούμενη για αδελφοκτονία Έλσα, ονειροπαρμένη και αλλόκοτη εμφανίζεται επί σκηνής περιγράφοντας ένα όραμα για κάποιον αστραφτερό ιππότη που θα έρθει για να την υπερασπιστεί. Σε λίγα λεπτά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, το όνειρό της γίνεται πραγματικότητα με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο και τα συναισθήματα οίκτου, συμπάθειας και αμηχανίας μετατρέπονται βίαια σε ύψιστο δέος και θαυμασμό.

Ή πάλι, όπως στη σκηνή της αποκάλυψης της ταυτότητας του ιππότη Λόενγκριν προς το τέλος του έργου, όπου κι εκεί τονίζεται με τρόπο μοναδικό το υπερφυσικό στοιχείο. Όλες αυτές, αλλά και οι υπόλοιπες σκηνές του έργου συνοδεύονται από μία αληθινά συναρπαστική μουσική εξέλιξη, όπου ορχήστρα, σολίστ και χορωδία χρωματίζουν και σχολιάζουν τα δρώμενα με τρόπο μοναδικό. Αξίζει να πούμε ότι το έργο απαιτεί μια πολυπληθή χορωδία η οποία παίζει πρωτεύοντα ρόλο σ’ όλη τη διάρκειά του».

Η Τζούλια Σουγλάκου εξηγεί γιατί δεν βλέπουμε συχνότερα το “Λόενγκριν” στη σκηνή… «Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, η όπερα Λόενγκριν παραμένει και σήμερα δείγμα καθολικής ποίησης. Οι πρώιμοι ρομαντικοί διέκριναν στην όπερα σχέδια από τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις: ''πως συνδέονται τα πάντα μεταξύ τους, πως δημιουργούνται συστήματα στο εσωτερικό συστημάτων, πως συγκεράζονται η ποίηση και οι μουσικοί φθόγγοι, οι φθόγγοι με τα λόγια, η φιλοσοφία με την ψυχολογία, η ιστορία με το θρύλο, ο θρύλος με το παραμύθι.''
Κατά τη γνώμη μου, στο απόφθεγμα του ρομαντικού Νοβάλις '' το θέατρο είναι ο ενεργός στοχασμός του ανθρώπου γύρω από τον εαυτό του'' βρίσκεται η απάντηση στην ερώτηση γιατί έργα όπως ο Λόενγκριν θα έχουν πάντα αναφορά στο σήμερα.»

Ο Πέτρος Μαγουλάς αναλύει πού αγγίζει το έργο αυτό το σήμερα... «Στο ότι και σήμερα περιμένουμε ένα θαύμα για να μας σώσει … αγγίζει απόλυτα το σήμερα, το χθες και το αύριο. Τα έργα αυτά, όπως και οι αρχαίες τραγωδίες άντεξαν στο χρόνο γιατί στηρίζονται στον πλούτο των συναισθημάτων που δημιουργεί η μουσικοθεατρική τους δομή και δράση καθώς και οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Βασίζονται, με άλλα λόγια, σε πανανθρώπινες καταστάσεις, ανεξάρτητες από το χωροχρόνο στον οποίο αναφέρονται ή από την εποχή κατά την οποία παρουσιάζονται. Είναι αριστουργήματα της ανθρώπινης διανόησης και αγγίζουν τις ψυχές των ανθρώπων κάθε εποχής».

Συναντήσαν ερμηνευτικές δυσκολίες οι δύο πρωταγωνιστές;

Πέτρος Μαγουλάς: Αξίζει να πούμε ότι η συγκεκριμένη όπερα χαρακτηρίζεται από τις ιδιαίτερες ερμηνευτικές απαιτήσεις που έχει για τους επί σκηνής αλλά και για τους μουσικούς της ορχήστρας. Όσο για μένα, ο ρόλος του Βασιλιά Ενρίκου δεν μου είναι καινούριος. Πριν από λίγα χρόνια είχα την τύχη να τον διδαχθώ και να τον ερμηνεύσω στην όπερα του Κιέλου στη Γερμανία, σε μια πολύ ωραία παραγωγή. Όπως ίσως ξέρετε, οι Γερμανοί λατρεύουν τον Βάγκνερ γι αυτό κι επιμελούνται ιδιαίτερα όλα τ´ ανεβάσματα των έργων του. Βέβαια, ένας καλλιτέχνης που καλείται να ερμηνεύσει για δεύτερη ή για πολλοστή φορά τον ίδιο ρόλο, τον αναθεωρεί, προσθέτει, αλλάζει, προσαρμόζει ή αφαιρεί. Δυσκολίες όμως θα έλεγα όχι, δεν είχα.

Τζούλια Σουγλάκου: Πλησίασα την Όρτρουντ με άπειρο σεβασμό και δέος. Επιτέλους είναι μάγισσα! Ο Ρ. Βάγκνερ γράφει στον Φρ. Λίστ το 1852: «... η Όρτρουντ είναι μια γυναίκα που δεν γνωρίζει την αγάπη... Ουσία της είναι η πολιτική......αυτό την κάνει φρικαλέα...... αυτό που την καθορίζει είναι ότι όλο το πάθος της αποκαλύπτεται στην 2η πράξη, όταν επικαλείται τους παλαιούς ''βεβηλωμένους'' θεούς της.....ούτε ίχνος μικροπρέπειας δεν χαρακτηρίζει την ερμηνεία της....ποτέ δεν φαίνεται απλώς κακεντρεχής ή πικραμένη......η δύναμη της τρομακτικής της μανίας ικανοποιείται με εξόντωση και αυτοκαταστροφή...» Προσθέστε στα παραπάνω την ιλιγγιώδη μουσική γραφή -π.χ. στο τέλος της τρίτης πράξης- και ο καμβάς της δουλειάς αποτυπώνεται. Κατά τη διάρκεια της μελέτης του ρόλου πολύτιμοι δάσκαλοι και εμπνευστές μου ήταν οι πιανίστες της παραγωγής, Δημήτρης Γιάκας και Σοφία Ταμβακοπούλου. Τους οφείλω και τους τιμώ.

Ο Πέτρος Μαγουλάς εξηγεί γιατί η όπερα είναι τόσο δημοφιλής και έχει κατακτήσει μία μεγάλη μερίδα του Ελληνικού κοινού: «Μα γιατί είναι η συνέχεια αυτού που γέννησε τούτος ο τόπος: της αρχαίας τραγωδίας: θέατρο, τραγούδι, μουσική, χορός, εικαστικές τέχνες αλλά και σύγχρονες μορφές έκφρασης όπως ειδικά εφέ και βίντεο-προβολές, όλα σ´ένα. Όσοι Έλληνες έτυχε να τη γνωρίσουν, λατρεύουν τη όπερα. Αλλά και όσοι δεν την έχουν ανακαλύψει ακόμα, θα πρέπει να το κάνουν. Παλαιότερα ναι, υπήρχαν ελαφρυντικά, για τώρα όμως δεν υπάρχει δικαιολογία. Ας μην ξεχνάμε ότι σε κάθε παράσταση υπάρχουν υπέρτιτλοι ώστε ο καθένας να μπορεί να μυηθεί στον μαγικό της κόσμο.

Και η Τζούλια Σουγλάκου προσθέτει: «Διότι εξ ορισμού έχει την δύναμη να συγκινεί. Αυτό, που είναι το ζητούμενο».

Ποια ξεχωρίζουν ως την καλύτερη στιγμή της καριέρας τους;

Πέτρος Μαγουλάς:
Καλύτερη στιγμή είναι κάθε φορά το τώρα, το τρέχον, οι στιγμές στο παλκοσένικο την ώρα της πρόβας, της παράστασης ή ακόμα και στην κατ´ ιδίαν μελέτη ενός ρόλου. Έτσι το νιώθω. Η ενασχόληση με το τραγούδι και την οπερατική πράξη είναι η ζωή μου και στ´αλήθεια δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι απ’ αυτή τη συνεχή ροή μελέτης, πρόβας, παράστασης. Υπάρχουν βέβαια παραγωγές και ρόλοι με ιδιαίτερη βαρύτητα, η όλη διαδικασία όμως, η όλη πορεία, η τελετουργική αυτή πομπή στον παράλληλο χρόνο της τέχνης και της ζωής είναι αυτό που μένει και που γοητεύει. Μιλώ απ’ τη δική μου οπτική. Αν θέλουμε όμως να είμαστε ακριβείς σ’ αυτό που ρωτάτε, θ’ άφηνα καλύτερα να το απαντήσουν οι άλλοι».

Τζούλια Σουγλάκου: Η καλύτερη στιγμή μου είναι αυτή που θα έρθει.....

Πόσο σημαντική είναι όμως για τους δύο καλλιτέχνες η μετακόμιση στο ΚΠΣΝ; Τι θα αλλάξει στη ζωή τους;

Πέτρος Μαγουλάς: Εξαιρετικά σημαντική και για τους καλλιτέχνες αλλά κυρίως για το κοινό, μιας και αυτό καλούμαστε να αγκαλιάσουμε με ακόμη μεγαλύτερη θέρμη. Μιλάμε για ένα υπερσύγχρονο κτίριο όπερας με καταπληκτική ακουστική, μ´ένα θαυμάσιο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και με τα πλέον μοντέρνα μέσα σε επίπεδο χώρων, τεχνολογίας και εξοπλισμού. Απ´τη μια μεριά εμείς, ως παραγωγοί και προαγωγοί πολιτισμού θα έχουμε την τύχη και την ευκαιρία να εργαζόμαστε σ´έναν άρτιο χώρο, αντάξιο της μεγάλης πολιτιστικής ιστορίας της χώρας μας, και απ´ την άλλη το κοινό θα μπορεί να απολαμβάνει έργα υψηλής αισθητικής σ´ένα ιδανικό, από κάθε άποψη, περιβάλλον.

Αρκούν όμως οι δωρεές, οι χώροι και τα μέσα ώστε να υπάρξει ευνοϊκότερος άνεμος για ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο για την τέχνη και για την κοινωνία μας; Σίγουρα όχι, χρειάζονται πολλά ακόμα, κυρίως σε επίπεδο νοοτροπίας και παιδείας. Πρέπει με κάθε τρόπο να επιτρέψουμε στην τέχνη να μπει πιο ενεργά στην καθημερινότητα μας, να είναι περισσότερο παρούσα στη ζωή μας. Αναμφίβολα θα την κάνει καλύτερη. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για όλους μας στα χρόνια που έρχονται.

Τζούλια Σουγλάκου: Η δημιουργία και η παρουσία του ΚΠΙΣΝ στα πολιτιστικά πράγματα του σήμερα και του αύριο επιβεβαιώνει την αντίληψή μου ότι όλα προχωρούν πάντοτε, σε συνέχεια το ένα του άλλου. Η μεταστέγαση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στον δικό της αποκλειστικό -άψογο καλλιτεχνικά, αισθητικά και τεχνολογικά-χώρο ήταν σχεδόν αναγκαία, ώστε να συνεχίσει να αναμετράται με το παρελθόν και το μέλλον της, σε νέα σχήματα, μεγέθη και οράματα. Οι καλλιτέχνες είμαστε η αναγκαία προϋπόθεση -ευτυχώς-.Και βέβαια μην ξεχνάμε πως στο θέατρο - στην τέχνη γενικότερα- όλα έχουν ένα και μοναδικό αποδέκτη : το κοινό!