Γρηγόρης Γρηγοριάδης: Και τα τζιτζίκια ακόμα τραγουδάνε [συνέντευξη]

22.06.2016
Το ιστορικό-ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του καθηγητή Γρηγόρη Γρηγοριάδη «Και τα τζιτζίκια ακόμα τραγουδάνε» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παρισιάνου. Ένα βιβλίο που έχει ήδη γνωρίσει επιτυχία στην Αγγλία και ήταν υποψήφιο για το International Rubery Book Award το 2015.

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τον μικρό Αλκίνοο που μεγαλώνει υπό τη δικτατορία του Μεταξά. Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ιταμή επίθεση των Ιταλών εναντίον της Ελλάδας και ακολούθως η εισβολή των Γερμανών ανατρέπουν βίαια τον κόσμο του μικρού αγοριού. Η ονειρεμένη ζωή του γίνεται εφιάλτης: Κατοχή, λιμός, εκτελέσεις. Ερωτευμένος με ένα κορίτσι από τη Γερμανία, ο Αλκίνοος, παράλληλα με τον αδυσώπητο αγώνα της επιβίωσης, έρχεται αντιμέτωπος με μείζονα ηθικά διλήμματα που θέτουν υπό αίρεση τις έννοιες του πατριωτισμού, του καθήκοντος και της αγάπης.

Παράτολμα εγχειρήματα κάτω από τη μύτη της Γκεστάπο, ηρωισμός, πανουργία και σοφία συνθέτουν ένα σύγχρονο δράμα που, από σελίδα σε σελίδα, προχωρά με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση μέχρι την τελική τραγωδία.

Ένα συγκινητικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης που εκτείνεται από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τις μέρες μας, αγκαλιάζοντας πάνω από μισό αιώνα ελληνικής ιστορίας. Με λυρική πρόζα και δυνατή αφήγηση, ο συγγραφέας ζωντανεύει μια ολόκληρη κοινωνία μπλεγμένη στη δίνη της Ιστορίας και πλάθει έναν ήρωα που ανδρώνεται οδυνηρά μέσα από τη διττή δοκιμασία του Έρωτα και του Πολέμου.

Εμείς μιλήσαμε με τον Γρηγόρη Γρηγοριάδη για το βιβλίο του αυτό στην προσπάθειά μας να μάθουμε όσο το δυνατό περισσότερα γιο αυτό.

Τι ήταν αυτό που σας έκανε μετά από τόσα χρόνια να γράψετε αυτό το ιστορικό ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα;

Γεννήθηκα και έζησα στην Αθήνα μέχρι τα 29 μου χρόνια. Έμαθα την ιστορία μας, όμως δεν είχα συνειδητοποιήσει την αληθινή σημασία της για τον κόσμο. Ζούσα ανάμεσα σε Έλληνες, καλούς και γενναιόδωρους, δυσάρεστους και εγωιστές, και είδα πράγματα, όμορφα ή άσχημα, που άλλα μου άρεσαν και άλλα όχι. Προσπαθούσα να κατανοήσω τη θέση μου στον κόσμο μας. Μερικές φορές σκεφτόμουν ότι ζούσα σε ένα χάος από το οποίο μου ήταν δύσκολο να αποδράσω και να το δω ως είχε. Το ένστικτό μου μού έλεγε ξανά και ξανά ότι έπρεπε να φύγω από την Ελλάδα, να συναντήσω άλλους κόσμους, άλλους ανθρώπους. Να δω την Ελλάδα από μακριά, ίσως και από ψηλά. Έτσι όπως βλέπει ένας αστροναύτης τον πλανήτη μας από το διαστημόπλοιό του. Μόνο αφότου έφυγα από την Ελλάδα, μακριά από τη σύγχυση και τις μυριάδες λεπτομέρειες της εκεί ζωής, μπόρεσα να δω τη χώρα μας αντικειμενικά, ήρεμα, χωρίς διακοπές και στρεβλώσεις. Με την πάροδο των χρόνων, άρχισα να βλέπω καθαρά κάτι το οποίο πάντα υποπτευόμουν. Ότι οι Έλληνες είχαν μια εκπληκτική ιστορία, ένα φανταστικό παρελθόν. Κουβαλάγαμε στους ώμους μας τα μεγάλα επιτεύγματα των προγόνων μας, τις νίκες μας εναντίον των εισβολέων της χώρας μας. Νίκες στο πεδίο της μάχης και πνευματικά κατορθώματα που έσωσαν εν πολλοίς τον υπόλοιπο κόσμο από τους βαρβάρους και δημιούργησαν αυτό που τώρα αποκαλούμε δυτικό πολιτισμό. Έναν πολιτισμό που δανείστηκαν στο τέλος οι βάρβαροι για να ανυψώσουν τους εαυτούς τους σε ό,τι είναι σήμερα. Ωστόσο, στη σημερινή εποχή της θανάσιμης κρίσης, οι ξένοι, ο μέσος άνθρωπος, δεν το γνωρίζουν αυτό και δεν γνωρίζουν κι εμάς. Αγνοούν το παρελθόν μας, τις δυνάμεις μας και τις αξίες μας. Η φήμη μας έχει υποφέρει διεθνώς, κατηγορηθήκαμε για τεμπελιά και για έλλειψη τιμιότητας. Πληθώρα απαίσιων μύθων για την άθλια ελληνική συμπεριφορά. Πληγώθηκα και ένιωσα θυμωμένος όπως κάθε Έλληνας, ιδίως εμείς που ζούμε στο εξωτερικό. Η πολιτική στην Ελλάδα δεν μας βοηθούσε. Αποφάσισα να γράψω για εμάς υπό τη μορφή ενός μυθιστορήματος, αγκαλιάζοντας την ιστορία και τον πολιτισμό μας, κατά ημι-αυτοβιογραφικό τρόπο. Όλα όσα είχαν αποθηκευτεί στο μυαλό μου έβγαιναν καθώς έγραφα και έγραφα, καλά και υπέροχα, άσχημα και απαίσια πράγματα που μας έκαναν και απαίσια πράγματα που εμείς κάναμε στους άλλους, και κυρίως ο ένας στον άλλον. Ένιωθα συχνά ότι οι Έλληνες είμαστε ο χειρότερος εχθρός του εαυτού μας. Όμως έπρεπε να βρω μια ισορροπία, μια δίκαιη αποτίμηση μεταξύ αυτού που είμαστε και αυτού που θα μπορούσαμε να γίνουμε. Κι αυτό έπρεπε να το κάνω, με τον δικό μου μικρό τρόπο, γνωστό στους ξένους και στη νεολαία μας. Για να μην επαναλάβουμε τα φρικτά λάθη του παρελθόντος μας. Ήλπιζα ότι ένα μυθιστόρημα θα μπορούσε να συμβάλει σε αυτό.

Από την Ελλάδα λείπετε πάρα πολλά χρόνια. Με ποιο τρόπο την κουβαλάτε μαζί σας;

Έφυγα από την Ελλάδα το 1963. Ήμουν μπερδεμένος, αβέβαιος. Δεν είχα συγκεκριμένα σχέδια, ήθελα μόνο να αποδράσω και να βρω τον εαυτό μου. Κουβαλούσα μυριάδες αναμνήσεις, ολόκληρη την Ελλάδα όπως εγώ την ήξερα. Όμως τότε δεν είχα επίγνωση αυτού του πράγματος. Τελικά, καθώς η ζωή προχωρούσε, οι αναμνήσεις άρχισαν να αναδύονται η μία μετά την άλλη, και ήταν πράγματι πολλές. Οι αναμνήσεις δημιούργησαν ιδέες, παρήγαγαν συμπεράσματα. Τα πάντα ξεκαθάρισαν αυθόρμητα, χωρίς προσπάθεια.

Στο μυθιστόρημά σας αναφέρεστε σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για τον τόπο μας όπως εξαιρετικά δύσκολη είναι και η σημερινή περίοδος που διανύουμε. Είναι ένας καινούριος διαφορετικός πόλεμος; Βρίσκετε κοινά σημεία στο τότε με το σήμερα;

Πιστεύω ότι οι Έλληνες είμαστε ένας ιδιαίτερος λαός, αυτή η ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα είναι στο αίμα μας, κατά τη γνώμη μου. Δυστυχώς, κουβαλάμε και τους σπόρους της καταστροφής. Όπως είπα, μπορούμε να γίνουμε οι χειρότεροι εχθροί του εαυτού μας. Υπήρξαμε μεγάλοι κατά το παρελθόν, όταν οι περισσότεροι άλλοι λαοί ήταν βυθισμένοι στη βαρβαρότητα. Δεν υπήρχε ελευθερία της σκέψης, δεν έθεταν ερωτήματα. Ήμασταν πολύ προηγμένοι σε σχέση με αυτούς. Είχαμε δημοκρατία, αμφισβητούσαμε ακόμη και την ύπαρξη του Θεού. Όμως σήμερα είμαστε μια μικρή χώρα, και αυτό είναι εναντίον μας. Τώρα δεν έχουμε πραγματική ισχύ ή επιρροή. Οι αριθμοί είναι σημαντικοί. Συχνά σκέφτομαι πώς θα ήταν αν ήμασταν μια χώρα εκατοντάδων εκατομμυρίων. Εκατοντάδες εκατομμύρια Έλληνες! Φανταστείτε τι αντίκτυπο θα μπορούσαμε να έχουμε. Όμως σήμερα είμαστε μικροί και σε μια ελεεινή κατάσταση. Ένα τεράστιο χρέος, χαμηλό ηθικό, γενικευμένη απογοήτευση και μια νεολαία χωρίς όραμα. Αντιμετωπίζουμε ένα ζοφερό μέλλον. Όπως τότε που, έχοντας νικήσει τον Μουσολίνι, δεχθήκαμε επίθεση από τον Χίτλερ. Όπως τότε, ο κατακτητής έχει ενσκήψει, βρισκόμαστε σε θανάσιμο κίνδυνο, αλλά δεν έχουμε τους κατάλληλους ανθρώπους, τους πολιτικούς που θα εντυπωσιάσουν τους ισχυρούς, θα τυφλώσουν τον Κύκλωπα και θα μας βγάλουν από τον εφιάλτη. Μας κυβερνούν νάνοι, όχι ο Οδυσσέας.

Πόσο τα ηθικά διλήμματα θέτουν υπό αίρεση τις έννοιες του πατριωτισμού, του καθήκοντος και της αγάπης;

Οι παρούσες δυσκολίες μας, ακριβώς επειδή είναι τόσο μεγάλες, έχουν ποικίλες συνέπειες, που συχνά επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή. Προσωπικά, έγινα ακόμη πιο πατριώτης, και είμαι θυμωμένος με τον τρόπο που οι ξένοι πολιτικοί, μεγάλοι και μικροί, μας συμπεριφέρονται και μιλούν για εμάς. Είμαι θυμωμένος, γιατί δεν φταίει ο καθημερινός Έλληνας, η αθώα νεολαία, ο συνταξιούχος, οι σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες. Τι γνωρίζουν; Φταίει η ηγεσία μας μαζί με την ανικανότητά μας να αλλάξουμε τα πράγματα, παρότι γνωρίζουμε ότι τα πράγματα είναι λάθος. Δεν κατηγορώ τον λαό. Βρίσκεται σε χάος, σχεδόν ακινητοποιημένος από τη ζωή. Είναι απολύτως φυσικό οι μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε να βλάπτουν τις σχέσεις μας με τους άλλους, ακόμα και μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας.

Ο αναγνώστης διαβάζοντας το μυθιστόρημά σας «Και τα τζιτζίκια ακόμα τραγουδάνε», τι θα θέλατε να έχει αποκομίσει;

Εύχομαι οι αναγνώστες αυτού του μυθιστορήματος να θυμηθούν το μεγάλο μας παρελθόν, τις μεγάλες μας δυνατότητες, την ικανότητά μας να ξεφεύγουμε από το σκοτάδι και την καταστροφή, όπως κάναμε τόσες φορές στο παρελθόν. Εύχομαι ακόμη ότι θα κατανοήσουμε την τάση μας για αυτοκαταστροφή και ότι θα την αποβάλλουμε, σταδιακά ίσως αλλά μόνιμα. Ας ελπίσουμε ότι, όπως τα τζιτζίκια, ό,τι και να γίνει, εμείς θα συνεχίσουμε να τραγουδάμε.