Έχοντας στο πλευρό της τους ηθοποιούς Λάζαρο Γεωργακόπουλο, Δημήτρη Μπίτο, Αντώνη Αντωνόπουλο και Αινεία Τσαμάτη, τη Μόνικα στη σύνθεση του μουσικού τοπίου, τη Λένα Παπαληγούρα στη φωνή του νεαρού αγοριού και προσκαλώντας για δεύτερη φορά τον σταθερό συνεργάτη του Bob Wilson, Scott Bolman, να αναλάβει τους φωτισμούς της παράστασης, η νεαρή σκηνοθέτις επιλέγει το Αίθριο της οδού Πειραιώς, ως ιδανικό τόπο για να αναπτυχθεί αυτός ο «μη-κόσμος» όπως περιγράφεται από τον συγγραφέα, αλλά και για να κλείσει μια άτυπη τριλογία γύρω από το ‘απόκοσμο’ και το ‘κοσμικό’, ανάμεσα στους Σοφοκλή, Ντοστογιέφσκι και Μπέκετ.
Εμείς μιλήσαμε με τη Νατάσα Τριανταφύλλη για το έργο αυτό του Σάμουελ Μπέκετ και όχι μόνο….
Τι σας γοήτευσε στο “Περιμένοντας τον Γκοντό” ώστε να το σκηνοθετήσετε;
Γοήτευσε ναι. Αυτό είναι το σωστό ρήμα. Θυμάμαι πέρσυ το καλοκαίρι να ξανασυναντιέμαι με αυτό το κείμενο. Θυμάμαι ότι διαβάζοντας την τελευταία ατάκα του έργου «Yes, let’s go» είπα ένα άτυπο «Πάμε» μέσα μου. Περνώντας ο καιρός, μελετώντας το έργο και τον Μπέκετ, κατάλαβα ότι εκείνο το «Πάμε» , συνομίλησε με μια πολύ προσωπική ανάγκη να συμφιλιώσω την ματαιότητα με την νικηφόρα λαμπρότητα της ανθρώπινης προσπάθειας και δράσης.
Θα δούμε κάτι διαφορετικό στην δική σας προσέγγιση; Σε ποιους άξονες βασιστήκατε στη σκηνοθεσία σας;
Διαφορετικό θα δείτε αναγκαστικά, αφου αυτή η παράσταση φτιάχνεται από άλλους δημιουργούς, άλλους ηθοποιούς, σε άλλο χρόνο και χώρο από προηγούμενα ανεβάσματα. Τώρα αν αυτή η διαφορετικότητα θα καταφέρει να συναντηθεί με νέους τόπους σκέψης και αισθήσεων του κοινού, μένει να αποδειχθεί. Ή να συμβεί. Βασιστήκαμε....στον «κάθετο» άξονα. Αναγκαστικά.
Τι συνδέει το έργο με το σήμερα;
Η ανάγκη να τα αλλάξουμε όλα, διατηρώντας τα πάντα.
Τελικά όλα στον Μπέκετ αφορούν την… συμβίωση; Τι ρόλο έχει αυτή στη ζωή μας;
Στον Μπέκετ γενικά νομίζω όχι. Στο συγκεκριμένο έργο σίγουρα. Γράφτηκε λίγο μετά τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο, κουβαλώντας εμπειρίες τρόμου, θυριωδείας, απομόνωσης, αντίστασης, θανάτου, αλλά και τύχης και επιβίωσης. Να, μετά από μια κηδεία ας πούμε, νιώθουμε να αγαπάμε και να μας αγαπάνε πολύ περισσότερο. Δεν είναι περίεργο αυτό; Τη στιγμή που είσαι έτοιμος να πέσεις στον γκρεμό, αν βρεθεί το χέρι ενός άλλου να σε κρατήσει, αρχίζεις να σκέφτεσαι πολύ διαφορετικά τη ζωή. Λιγότερο ατομιστική, λιγότερο εγωιστική.
Αξίζει τελικά να περιμένει κάποιος τον… Γκοντό;
Τι να σας πω; Προς το παρόν νιώθω ευγνώμων που περιμένω το «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Για ακόμη μία φορά συνεργάζεστε με τη Μόνικα στη μουσική επένδυση. Μιλήστε μας λίγο γι αυτή τη συνεργασία, αλλά και για το ρόλο που έχει η μουσική στην παράσταση.
Νιώθω πραγματικά τυχερή για αυτή την τρίτη μας συνεργασία. Aυτή τη φορά, μετά τη μουσική που έγραψε για την Αντιγόνη και τους Αδερφούς Καραμάζοφ, θέλουμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό, λίγο πιο σουρεαλιστικό στα όρια βέβαια που μας επιτρέπει ο Μπέκετ και τα δικαιώματα...αλλά και η τρέλα μας! Η Μόνικα είναι τόσο ξεχωριστή, την θαυμάζω απεριόριστα για τα βάθη που επιλέγει να βυθίζεται αλλά κυρίως γιατί το κάνει με χαμόγελο και χαρά...και δεν εκβιάζει συναισθηματικά να την ακολουθήσεις. Ελπίζω να φτιάξουμε πολλές παραστάσεις ακόμα μαζί εδώ και ...away from our land !
Μετά την Αντιγόνη σκηνοθετείτε άλλη μια παράσταση στο Αίθριο του Μουσείο Μπενάκη. Γιατί επιλέγετε πάλι αυτό τον ασυνήθιστο για θεατρικές παραστάσεις χώρο;
Εκεί συνέβη η πρώτη μου σκηνοθετική απόπειρα, με την Αντιγόνη το 2013, χρησιμοποιώντας τον χώρο σαν ένα όχημα που κινείται προς τα επάνω. Στον Godot αυτή η σπειρωειδής κίνηση συμβαίνει σχεδόν αντίθετα από πάνω προς τα κάτω. Υπάρχει μια κρυφή συνομιλία μέσα μου για την σχέση των δύο έργων και του χώρου. Δεν επιλέχτηκε τυχαία. Και σε αυτό η δουλειά και η συνομιλία...με την αγαπημένη Εύα Μανιδάκη βοήθησε πολύ. Ο Β. Θεοδωρόπουλος μας πρότεινε να κάνουμε την παράσταση στην Πειραιώς, στα πλαίσια του Φεστιβάλ. Όμως μέσα μου αυτή η επιλογή, παρόλο που μείωνε κατά πολύ το κόστος παραγωγής, και το ρίσκο της προσπάθειας, δεν μπορούσε να γίνει. Χρειαζόμαστε συτό το περικυκλωμένο από πολιτισμό, μοναχικό αίθριο, και τον ουρανό , φανερομένο, από πάνω μας. Εκτός αυτού οι άνθρωποι του μουσείου αυτού, από τους φύλακες μέχρι την Λιάνα Τσομπάνογλου και την Ειρήνη Γερουλάνου μου έδειξαν τότε το 2013, μια βαθιά εμπιστοσύνη. Και μ’αρέσει πολύ οι σχέσεις αυτές να διατηρούνται και να γεννούν νέες ιδέες, νέες καταστάσεις, νέες παραστάσεις.
Σοφοκλής- Ντοστογιέφσκι -Μπέκετ: Τι είναι αυτό που συνδέει τα έργα τους και τους έχετε επιλέξει στις τελευταίες σας δουλειές;
Ομολογώ ότι και οι τρείς επιλογές ξεκίνησαν από μια ασυνείδητη ανάγκη. Διαπιστώνω ότι και οι 3 συγγραφείς με ανάγκασαν να αναμετρηθώ με πεδία, καταστάσεις και συλλογιστικές πολύ πιο μεγάλες από εμένα και το περιβάλλον μου. Ευτυχώ που μου δόθηκε η δυνατότητα να καταβυθιστώ στα σκοτεινά, αλλά γεμάτα θησαυρούς πελάγη τους.
Πώς βιώνετε σαν καλλιτέχνιδα την κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια; Πιστεύετε πως η Τέχνη πρέπει να πάρει σαφή θέση στα προβλήματα που βιώνει η κοινωνια μας;
Η κρίση που βιώνουμε είναι από τις λιγότερο αιματοβαμμένες των τελευταίων 100 χρόνων. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό. Από την άλλη είναι μια κρίση που εξευτελίζει την προσπάθεια, τον αγώνα, την συνέπεια, την περηφάνεια και την δυνατότητα του ανθρώπου να οικοδομήσει σε γερά θεμέλια. Αυτή η κρίση όμως, από μια άλλη οπτική είναι και η «δυνατότητα» μας, να ξανασκεφτούμε πάνω σε πιο ουσιαστικούς όρους συμβίωσης, λιγότερο πολυτελών. Και για αυτό μπορεί κάποτε να αποδειχθεί ότι υπήρξαμε εως και τυχεροί. Η Τέχνη παίρνει την θέση που μορφοποιείται από την ανάγκη όσων την παράγουν. Κοινού και καλλιτεχνών. Για κάποιους μπορεί να είναι σαφής, για άλλους ακόμα ασαφής. Δεν πειράζει.
Μελλοντικά σχέδια;
Παρόντα μόνο προς το παρόν. Βρίσκομαι σε απόλυτα μπεκετικό χρόνο.
Γεωργία Οικονόμου