O Carlos Eleta Almarán έγραψε το τραγούδι “Historia de un Amor” ύστερα από το θάνατο τη γυναίκας του αδερφού του κι έχει ακουστεί από πολλές ισπανόφωνες και μη φωνητικές χορδές, σ’ εκτελέσεις που αρκετές φορές είναι ανατριχιαστικές. Όταν ακούγεται στη μέση του πουθενά όπου όλος ο κόσμος είναι ένα τεράστιο κρεβάτι, φέρνει για λίγα δευτερόλεπτα την Ο και τον Ν στην πραγματικότητα. Σα να τους ξυπνάει από τα αποκυήματα της φαντασίας τους όπου ζου- και φυσικά είναι απόλυτα αληθοφανή- και ταρακουνούν εκείνο το όργανο που του κρατάει στη ζωή.
Στους διαλόγους τους, η εκφώνηση «αγάπη μου»ακούγεται σαν βρισιά και αντίθετα οι βρισιές προσπερνάνε τις λέξεις χωρίς να τρυπάνε καρδιές συνοδεύοντας τες μ’ έναν απόλυτα φυσιολογικό τρόπο, στην υπόλοιπη ροή του λόγου. Δεν υπάρχει καμία έγκυρη πληροφορία για το παρελθόν των δύο ηρώων, τις πραγματικές ταυτότητες τους, τις ηλικίες τους και το μεγάλο κενό ανάμεσα τους βαθαίνει και προκαλεί αλλεπάλληλους συναισθηματικούς ιλίγγους.
Στο «Historia de un amor ή τα Μυρμήγκια» οι ήρωες παίζουν ξέροντας ότι δε θα υπάρξει νίκη, ήττα κι ισοπαλία αλλά φοβούνται . Κατά ένα περίεργο τρόπο, ο αντίχειρας δε θα κινηθεί ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω και τα «ένδοξα δειλινά» αχνοφαίνονται πίσω από εκείνη την εκκλησία στη Βενετία. Όπως και στην αέναη μάχη για το τρόπαιο της αγάπης κανείς δεν ξέρει αν θα υπάρξει θριαμβευτής οπότε προσπαθεί ακόμα κι αν έχει χειροπέδες στα χέρια του.
Η Πέμη Ζούνη και ο Κώστας Φιλλίπογλου είναι παγιδευμένοι σ’ ένα διαρκές, άγριο παιχνίδι που ακροβατεί ανάμεσα στον τρόμο, τη διαστροφή και την φιλοσοφία, οι ρόλοι τους δε μένουν σταθεροί ποτέ και η αγάπη παρασύρεται από τη βροχή. Ο ένας απέναντι από τον άλλον αδυνατούν ν’ αγγιχτούν, προσπαθούν ν’ απωθήσουν από πάνω τους κάθε συναίσθημα και χάνονται μέσα στις ιστορίες τους περιμένοντας την εισβολή των φονικών μυρμηγκιών.
Πάλι αυτό το τραγούδι. Υπάρχουν κάποιοι που λένε πως το κομμάτι του Almaran δεν γράφτηκε για το χαμό της μεγάλης αγάπης ενός άντρα αλλά μιας γυναίκας αλλά ο καθένας κάνει δικό του όποιο σενάριο θέλει. Όπως και σ’ αυτή την ιστορία πιστεύεις όποια εκδοχή θες αν και δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ούτε ένα λεπτό για τίποτα. Κι αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που την κάνουν ενδιαφέρουσα και βαθιά αληθινή χωρίς να στηρίζεται μόνο στις ποιητικές αναφορές του Δάντη και του Καντ ή στις συνεχείς επιθέσεις της Ο.
Στο σκοτεινό κι επικίνδυνο τοπίο του Θανάση Τριαρίδη, οι δύο πρωταγωνιστές γίνονται βλοσυροί, εύθραυστοι, βίαοι, κυνικοί, υπερβολικά ευαίσθητοι αλλά ποτέ υπερβολικοί χρησιμοποιώντας το έξυπνο και παραβολικό κείμενο, με αξιέπαινη τεχνική, φυσικότητα κι ελεγχόμενες εκρήξεις. Σκηνοθέτησαν από κοινού αυτό το σκοτάδι των δυο, όπως λέει κι ο Φοίβος, την παράσταση χωρίς να πέσουν στη λούπα της στατικότητας, μία εύκολη παγίδα όταν όλα συμβαίνουν σ’ έναν συγκεκριμένο χώρο, πετυχαίνοντας τη μεταφορά ενός κλίματος θρίλερ τονίζοντας σωστά χαρακτηριστικά σημεία που σε κρατούν σε μια διαρκή εγρήγορση με μοναδικό μείον την ατυχής επιλογή μέρους των σκηνικών.
Κείμενο/φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου