Μια ζωή γεμάτη Τέχνη και αισθητική

05.01.2011
Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα μας υποδέχεται στο σπίτι της στον Λυκαβηττό και μας «συστήνει» το προσωπικό της σύμπαν.

Tα λουλούδια μοιράστηκαν στα βάζα από γωνιά σε γωνιά σε όλο το σπίτι. Κάθε Σάββατο επισκέπτεται ένα ανθοπωλείο, από νωρίς το πρωί, προκειμένου να τα ανανεώσει. Για την κ. Μαρίνα Λαμπράκη αυτή η δραστηριότητα είναι ιεροτελεστία. Περιμένουμε να τελειώσει η ταξινόμηση των λουλουδιών για να ξεκινήσει η φωτογράφηση, αφού η ίδια δεν διανοείται να ανοίξει το σπίτι της χωρίς αυτά. Καθόμαστε στον μοντέρνο καναπέ του μεγάλου σαλονιού, το μοναδικό σύγχρονο στοιχείο σε όλους τους χώρους του σπιτιού, όπως θα ανακαλύψουμε λίγο αργότερα.

Τα βιβλία πλημμυρίζουν όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Στους 14.000 τόμους που άφησε μετά τον θάνατό του ο μέντοράς της, όπως συνηθίζει να αποκαλεί τον Δημήτρη Πλάκα, προστίθενται περισσότερα από 10.000 βιβλία, που έχει αποκτήσει η ίδια. Η συναισθηματική τους αξία είναι ανεκτίμητη, αφού πολλά από αυτά όπως εξηγεί, «τα είχαν περπατήσει μαζί με τον Δημήτρη».

«Διαβάζαμε παρέα λόγου χάριν, τους 13 τόμους του Προυστ και στο τέλος κουβεντιάζαμε και σημειώναμε μέσα στα βιβλία τα σχόλιά μας. Αυτό τα κάνει εξαιρετικώς πολύτιμα και δύσκολο να τα αποχωριστείς. Σήμερα, τα βιβλία μου, που φτάνουν τους 25.000 τόμους, είναι διασκορπισμένα παντού, ακόμη και στο ημιυπόγειο στούντιο που έχω λίγα μέτρα πιο πάνω, το οποίο από γραφείο το έχω μετατρέψει σε βιβλιοθήκη.

Εχουμε πραγματικά πνιγεί στα βιβλία, αλλά είναι πολύ σημαντικά και σπάνια κάποια από αυτά. Ισως να ήταν απλό για έναν άνθρωπο να πει ότι τα χαρίζει σε μια βιβλιοθήκη, αλλά κάθε φορά που ανοίγω ένα και βλέπω μέσα σημειώσεις του Δημήτρη, ο οποίος είχε τη συνήθεια να αναφέρει ακόμα και την ώρα που σταματούσε το διάβασμα, είναι σαν να ξαναζώ τη ζωή του».

Ξεφυλλίζει με περηφάνια ένα συλλεκτικό βιβλίο που έχει στην κατοχή της. Πρόκειται για τη βιογραφία του Δημοσθένη από τον πρωθυπουργό της Γαλλίας, τον Κλεμανσό, εικονογραφημένο από τον Μπουρντέλ. «Είναι πολύ σπάνια έκδοση. Κοίταξε, εδώ είναι ο Ηρόδοτος που διαβάζει την ιστορία του και τον παρακολουθεί ο Θουκυδίδης, το πορτρέτο του Δημοσθένη που μελετάει τη νύχτα με το λυχνάρι, εδώ είναι η Αθηνά η οποία τον καθοδηγεί και του λέει τι πρέπει να κάνει για να σώσει την πατρίδα. Είναι σπουδαίος καλλιτέχνης ο Μπουρντέλ και αυτά τα έχει πλάσει στον πηλό, είναι ανάγλυφα. Μάλιστα, το θέμα της διατριβής μου ήταν ο Μπουρντέλ και η Ελλάδα γιατί ήταν λάτρης της χώρας μας».

Κάθε φορά που ανοίγει αυτό το βιβλίο, ζωντανεύει στη μνήμη της η εποχή που σπούδαζε με τον Δημήτρη Πλάκα στο Παρίσι. «Ημασταν τόσο φτωχοί που είχαμε μία υποτροφία και οι δύο. Για να τραφούμε, πήγαινα μόνη μου στη φοιτητική λέσχη, αφού ο Δημήτρης είχε ξεπεράσει τα 35 του χρόνια και δεν είχε δικαίωμα να τρώει εκεί. Επαιρνα ένα τάπερ, τού έβαζα το μισό φαγητό από το δικό μου και του το πήγαινα στο σπίτι. Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, το είχαμε δει σε ένα παλαιοπωλείο και ήθελα πάρα πολύ να το αγοράσω αλλά ήταν πολύ ακριβό. Χρειαζόταν να μείνουμε νηστικοί για έναν ολόκληρο μήνα προκειμένου να το αποκτήσω». Τα χρόνια πέρασαν, ωστόσο, ο καημός για το βιβλίο με την εικονογράφηση του Μπουρντέλ παρέμεινε. «Οταν έγινε η έκθεση με τους έξι γλύπτες στην Πινακοθήκη, αυτόν τον καημό τον μοιράστηκα με μια φίλη, η οποία βρήκε το βιβλίο σε ένα παλαιοπωλείο στο Παρίσι και μου το χάρισε».

Αντικείμενα με ιστορία
Η φωνή του φωτογράφου Γιώργου Βδοκάκη μας επαναφέρει στο σαλόνι: «Μου αρέσει που οι καρέκλες είναι διαφορετικές μεταξύ τους και δένουν αρμονικά». Οι δύο από αυτές είναι βιενέζικες, είναι Τονέ, και είναι υπογεγραμμένες. Τις δυο σκαλιστές πολυθρόνες τις αγόρασα πρόσφατα και είναι κι αυτές βενετσιάνικες. «Δεν μοιάζουν όλες οι καρέκλες μεταξύ τους γιατί είναι αγορασμένες σε διαφορετικούς καιρούς με λίγα χρήματα», σημειώνει η κ. Λαμπράκη.

Το σαλόνι είναι ένας χώρος ραστώνης και αναπόλησης. Εδώ ακούει μουσική, διαβάζει ποίηση και λογοτεχνία, παρακολουθεί τηλεόραση. Περιμετρικά στους τοίχους, στις χαμηλές βιβλιοθήκες είναι ταξινομημένα, «βιβλία ωραία κι αγαπημένα», όπως λέει. «Μια σειρά από τις εκδόσεις της Πινακοθήκης, δηλαδή όλοι οι κατάλογοι που έγιναν επί των ημερών μου. Τα άλμπουμ που αγαπώ, όπως όλη η βιβλιογραφία του Καλατράβα, ο οποίος μου έχει χαρίσει βιβλία που είναι μνημεία, διότι τα έχει ζωγραφίσει ο ίδιος. Και είναι προσωπικά αφιερωμένα».

Το καθετί έχει τη δική του ιστορία. Και στην πλειονότητά τους τα έργα Τέχνης είναι χαρισμένα στην κ. Μαρίνα Λαμπράκη από συναδέλφους ή από μαθητές της, που ούτως ή άλλως δίνουν δυναμικό «παρών» σε όλο το σπίτι μέσα από τη δουλειά τους. Οπως το αφηρημένο γλυπτό σε γκρίζο μάρμαρο του Κώστα Δικέφαλου, ο πίνακας που απεικονίζει βάρκες στο λιμάνι της Υδρας του Μιχάλη Μαδένη. Η ακουαρέλα με το τοπίο από τη Σίφνο είναι έργο του Παναγιώτη Τέτση κι αυτός με την μπλε φιγούρα είναι του Αλέκου Φασιανού, με προσωπική αφιέρωση κάτω και δεξιά: «Στη Μαρίνα, ενθύμιο παλαιάς φιλίας».

Οι μικρές φιγούρες στη βιβλιοθήκη είναι γλυπτά του Κώστα Κλουβάτου καθώς και το ανάγλυφο πορτρέτο της, που το έφτιαξε όταν η ίδια ήταν φοιτήτρια, ενώ παραδίπλα το έργο του Χρήστου Μποκόρου είναι από τη σειρά «Πάνω σε παλιό ξύλο με φλόγες». «Τα περισσότερα είναι χαρισμένα την εποχή που ήμουν καθηγήτρια, πριν πάω στην Εθνική Πινακοθήκη».

Ξεχωριστά είναι και τα διάσπαρτα κεραμικά αντικείμενα του 19ου αιώνα από το Τσανάκκαλε που ανακάλυψε και αγόρασε από παλαιοπωλεία. Στο καθιστικό ο σαντορινιός καναπές του 19ου αιώνα θεωρεί πως είναι από τα πιο ωραία έπιπλα που έχει στο σπίτι. «Είναι σπανιότατος, διότι συνήθως οι καναπέδες της εποχής είναι πιο λαϊκοί, πιο σκαλισμένοι, ενώ ο δικός μου από τη Σαντορίνη είναι φτιαγμένος σε μίνιμαλ γραμμές και η στιβαρότητα που έχει είναι κάτι το εξαιρετικά σπάνιο».

Τα πολύχρωμα χαλιά που κοσμούν το πάτωμα στο γραφείο τα αγόρασε από τη Βαγδάτη το ’89 και είναι κεντημένα στο χέρι. Καμήλες, λαγοί, διάφορα ζώα, πουλιά και φιγούρες συνθέτουν απίθανες ιστορίες. «Υπάρχει αυτό που λέμε "horror vacui", δηλαδή o φόβος του κενού, γι’ αυτό θέλω να γεμίσουν τα πάντα. Τα λατρεύω αυτά τα χαλιά, είναι για μένα μεγάλη συντροφιά και μπορώ να σου πω ότι αυτό το χώρο τον αγαπάω πάρα πολύ γιατί όταν κάθομαι εδώ κι έχω αυτήν τη θέα, που είναι καταπληκτική, ανάβω το φως και παρακολουθώ τις ιστορίες που αναβιώνουν από τις φιγούρες στα χαλιά».

Στον τοίχο γύρω και πίσω από το εκπληκτικό βιενέζικο γραφείο του 1900 υπάρχουν πίνακες του Μιχάλη Μαδένη (γυμνό), του Στέφανου Δασκαλάκη, της Μαρίας Παπαφίλη, του Τάσου Χριστάκη, της Ειρήνης Τσελεπή και της Βάσως Κατράκη.

Ακριβώς απέναντι, ο μεγαλοπρεπής καναπές με την ψηλή ράχη προέρχεται από τη Σύρο και είναι επίσης παλαιός. Δίπλα είναι τοποθετημένο ένα αναλόγιο και τον τοίχο στολίζουν τρία έργα του Σπύρου Κρητικού, με ένα εκπληκτικό πορτρέτο της ίδιας στη μέση. Το εντυπωσιακό μπαούλο από τη Μυτιλήνη το ξετρύπωσε σε ένα παλαιοπωλείο και είναι πολύ σπάνιο.

Το βλέμμα εστιάζεται στο μικρό πορτρέτο του Σαβοναρόλα και η κ. Μαρίνα Λαμπράκη γελά δυνατά καθώς εξιστορεί πώς το απέκτησε. «Οταν το βρήκα και το αγόρασα αυτό το πορτρετάκι, που πιθανόν να μην είναι και τόσο παλιό αλλά αναπαράγει ένα πορτρέτο του Σαβοταρόλα της εποχής του, δηλαδή του τέλους του 15ου αιώνα, νόμιζα ότι είναι εποχής. Ημουν τόσο χαρούμενη επειδή το αγόρασα, που ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και ξαφνικά βρέθηκα στον τρίτο όροφο, ενώ κατοικώ στον δεύτερο».

Εργα Τέχνης υπάρχουν παντού, απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το σπίτι. Εισβάλλουμε στο υπνοδωμάτιο, όπου την προσοχή μας τραβούν μια κασέλα και μια χαραγμένη παιδική κούνια λαϊκής τέχνης, και τα δύο αλβανικής προέλευσης. «Οταν κατέρρευσε η κομμουνιστική Αλβανία, αυτά ήρθαν σωρηδόν εδώ. Ηταν πολύ ωραία πράγματα». Ενα αγοράκι στον πίνακα της Μαρίας Παπαφίλη δίπλα στο κρεβάτι χαμογελά. «Μου αρέσει πολύ γιατί κάθε πρωί μου λέει καλημέρα. Είναι ένα πολύ ευχάριστο έργο».

Οντας καλλιτεχνική φύση, της άρεσε να σχεδιάζει από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι. «Στο δωμάτιο όπου κοιμόμουν οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ζωγραφιές και οι γονείς μου δεν είχαν πρόβλημα, με άφηναν ελεύθερα να σχεδιάζω. Αρα είχα αυτή την κλίση από παιδί. Οταν πήγα στο γυμνάσιο, είχα έναν καθηγητή, τον Ρωμάνο, ο οποίος λάτρευε αυτά που έκανα. Τα εξέθετε και με παρότρυνε να γίνω ζωγράφος, εγώ όμως ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Το κίνητρό μου ήταν το γεγονός ότι στα κτήματα του πατέρα μου στο Αρκαλοχώρι υπήρχε το πιο πλούσιο σε ευρήματα σπήλαιο της μινωϊκής Κρήτης, το οποίο είχε καταπλακωθεί όταν έγινε η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης και έμεινε ασύλυτο. Είχα παραμυθιαστεί και ήθελα να τα σπουδάσω αυτά τα πράγματα».

Τελικά όντως σπούδασε αρχαιολογία, αλλά αυτό αποδείχθηκε πως δεν της αρκούσε. «Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι για να κατανοήσω την αρχαία Τέχνη έπρεπε να γίνω και ιστορικός της Τέχνης. Διότι αυτή η επιστήμη σού δίνει τα κατάλληλα τεχνοϊστορικά εργαλεία και τη μέθοδο για να κατανοήσεις την πολυσημία του έργου Τέχνης». Για την κ. Μαρίνα Λαμπράκη, η Τέχνη δεν περιορίζεται σε μία εποχή, αλλά αποτελεί μια ενότητα που ξεκινάει από τότε που ο άνθρωπος εμφανίζεται και εκφράζεται καλλιτεχνικά και φτάνει έως σήμερα.


Η ζωή της
Αφιερωμένη στην Τέχνη

Γεννημένη στο Αρκαλοχώρι του Ηρακλείου Κρήτης, η κ. Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα πήρε με άριστα το πτυχίο Αρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια, έκανε μετεκπαίδευση στην Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Οι μεταπτυχιακές σπουδές της στην Ιστορία της Τέχνης την οδήγησαν στο Παρίσι, στη Σορβόννη, από όπου και επέστρεψε με το Doctorat d’Etat es Lettres, με άριστα. Το 1975 εκλέγεται Τακτική Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην Α.Σ.Κ.Τ. Από το 1992, είναι διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Εχει τιμηθεί με το παράσημο του Ιππότη των Γραμμάτων και Τεχνών από την Ιταλική και τη Γαλλική Δημοκρατία.


ΧΡΥΣΑ ΚΛΕΙΤΣΙΩΤΗ
ΦΩTOΓΡAΦIEΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΔΟΚΑΚΗΣ