Κάποια παιδιά αρρωσταίνουν πολύ εύκολα, άλλα δεν αντέχουν τα γαλακτοκομικά, μερικά έχουν πρόβλημα με την τουαλέτα, κάποια αρνούνται ακόμα και την τροφή… Φυσικά τον πρώτο λόγο έχει πάντα ο παιδίατρος. Μήπως, όμως, όταν το ζήτημα δεν βελτιώνεται, χρειάζεται να το δούμε και υπό το πρίσμα του παιδικού ψυχισμού; Μαζί φυσικά με εκείνον των γονιών του και, κυρίως, της μητέρας;
Πότε μιλάμε για ψυχοσωματικά στο παιδί;
Ένα παιδί μπορεί να αναπτύξει ψυχοσωματική προβληματική όπως και ο ενήλικας. Ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, τα ευαίσθητα σημεία του, το DNA του, η σωματική διαταραχή θα εμφανιστεί διαφορετικά σε κάθε παιδί. Άλλα παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα στη λήψη τροφής από τον 7-8ο κιόλας μήνα της ζωής τους, άλλα έχουν μεγάλες δυσκολίες στην τουαλέτα που χρήζουν συνδρομή γιατρού. Κάποια αρρωσταίνουν με το παραμικρό, ενώ π.χ. το αδελφάκι τους τα περνά όλα πολύ πιο εύκολα. Άλλα έχουν δερματικά κι άλλα ευαίσθητο γαστρεντερικό που στην ψυχοσωματική μορφή του εμφανίζεται με εμετούς, διάρροιες ή αλλεργίες σε ορισμένα τρόφιμα, ιδίως στα γαλακτοκομικά. Με άλλα λόγια, όπου έχει ευαισθησία ένα παιδί, εκεί θα βρεθεί το «γόνιμο» πεδίο για να εκδηλωθεί το πρόβλημα. Είναι προφανές ότι οι γονείς πρέπει πρώτα να αποκλείσουν κλινικά ότι το παιδί τους δεν πάσχει από κάτι. Αυτή είναι η δουλειά του παιδιάτρου και των γενικών ή ειδικών εξετάσεων. Όταν βγαίνουν καλές, αλλά το πρόβλημα δεν υποχωρεί γρήγορα ή επανέρχεται με την ίδια ένταση –ή και περισσότερη ενώ το παιδί μεγαλώνει, τότε έχουμε να κάνουμε με μια ψυχοσωματική περίπτωση. Ανάλογα με το πρόβλημα που παρουσιάζει το παιδί θα εκτιμηθεί και το χρονικό διάστημα πέρα από το οποίο μιλάμε για ψυχοσωματικό ζήτημα που πρέπει να επιληφθεί ο ειδικός.
Γιατί κάνουν τα παιδιά ψυχοσωματικά;
Στην αρχή της ζωής μας δεν έχουμε ακόμα οργανωμένο ψυχισμό, το πρώτο μας Εγώ είναι σωματικό, σύμφωνα με τη διατύπωση του Φρόιντ. Πιστεύουμε ότι εμείς και η μητέρα είμαστε ένα, δεν έχουμε ακόμα ποιοτικά συναισθήματα, αλλά ένστικτα: πείνα, δίψα, ευχαρίστηση, δυσαρέσκεια, νύστα. Με τις φροντίδες της μητέρας και την αλληλεπίδραση με το δικό της σώμα, καθώς και τις διεγέρσεις που προκαλούν αυτές οι φροντίδες στο σώμα μωρού και μητέρας, θα δομηθεί η ψυχική ζωή μας. Στην αρχή χωρίς λόγια, αφού ως βρέφη δεν έχουμε ακόμα κατακτήσει τη λεκτική δεξιότητα. Όλα λοιπόν ξεκινούν από την αγκαλιά και το βλέμμα της μητέρας πάνω στο βρέφος της. Αν η μητέρα, λοιπόν, δεν είναι και ψυχικά παρούσα όταν παρέχει τις σωματικές φροντίδες στο μωρό της, δεν θα μεταβολίζει τα βαθιά του άγχη που συνδέονται με την επιβίωση.
Η αξία της μητρικής αγκαλιάς
Ο Ντόναλντ Βίνικοτ μίλησε για το πόσο σημαντικός είναι ο τρόπος που η μητέρα κρατά το παιδί στην αγκαλιά της, γιατί το προστατεύει από κάθε μορφής αγχογόνες εμπειρίες. Όταν αυτό γίνεται με τρόπο ικανοποιητικό και σταθερό, το βρέφος διατηρεί ένα συνεχές αίσθημα ύπαρξης και η ψυχική του ωρίμανση εξελίσσεται φυσιολογικά. Το μωρό χαλαρώνει στην αγκαλιά της μητέρας του όταν αντιλαμβάνεται τη μυϊκή χαλάρωση του δικού της σώματος που απορροφά έτσι τις δικές του εντάσεις. Είναι ευαίσθητο στην προσφορά των μητρικών φροντίδων: Τη σιγουριά που αποπνέουν οι κινήσεις, το άγγιγμα και το βλέμμα της ή τη νευρικότητα, την αγωνία ή και την απελπισία που νιώθει κατά τη διάρκεια αυτών των φροντίδων. Και στην τελευταία περίπτωση το παιδί αργότερα θα εκφορτίζει τις διεγέρσεις και τις εντάσεις σώματος και ψυχής κυρίως στο σώμα, αφού οι συναισθηματικές-ψυχικές του ποιότητες θα έχουν παραμείνει ελλειμματικές.
Από την άλλη, μεγαλώνοντας, το παιδί γνωρίζει με τη λογική του ότι δεν είναι ένα με τη μητέρα. Η μητέρα και το οικογενειακό περιβάλλον από τη δική τους πλευρά οφείλουν να προετοιμάζουν «αποχωρισμούς», που θα λειτουργούν δύσκολα μεν, ανακουφιστικά και ενδυναμωτικά, δε, για την ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού και την κοινωνικοποίησή του. Αν αυτή η δεξιότητα είναι λειψή στη μητέρα ή και στο οικογενειακό περιβάλλον, τότε το παιδί, που δεν ξέρει να εκφράσει με ακρίβεια το συναισθηματικό του κόσμο, θα «μιλήσει» μέσω των σωματικών διαταραχών του. Είναι ίσως ο μόνος τρόπος που έχει για να πει πως κάτι συμβαίνει εδώ και πρέπει να βρεθεί μια λύση!
Ζήτησε την κατάλληλη βοήθεια
Αν η σωματική διαταραχή (ή η διαταραχή ύπνου) κρατά πάνω από 1-2 μήνες ή αν επανέρχεται κατά τακτά διαστήματα και έχει την ίδια ή μεγαλύτερη ένταση επηρεάζοντας την ποιότητα ζωής του παιδιού αλλά και της οικογένειας, είναι απαραίτητη η συνδρομή ειδικού παιδοψυχολόγου ή ψυχαναλυτή. Στη θεραπεία αυτή εμπλέκεται όλη η οικογένεια: είναι δύσκολο να το αποδεχθούμε, αλλά οι δυσκολίες των παιδιών μας δείχνουν δυσκολίες και θέματα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, δηλαδή δικά μας. Μάλιστα είναι πολύ αμφίβολο αν θα λειτουργήσει θετικά μια θεραπεία που γίνεται μόνο στο παιδί και οι γονείς απέχουν ή ασυνείδητα δεν την πιστεύουν. Στη διαδικασία αυτή πρέπει να είμαστε ομάδα: μαζί τα κάναμε, μαζί θα τα φτιάξουμε! Σε κάποιες περιπτώσεις, ιδίως νηπιακής ηλικίας, που η οικογένεια, με πρώτη τη μητέρα, αντιλαμβάνονται έγκαιρα την κατάσταση και κινητοποιούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, συχνά αρκεί η ψυχοθεραπευτική δουλειά μόνο των γονιών και όχι του παιδιού για να βελτιωθεί η κατάσταση.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΓΓΑΝΑ, ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Αρμονία, τεύχος 174
Update: Μάιος 2016.