Γνωρίζω το στόχο μου
Τα επιχειρήματα είναι συνήθως η τελευταία και απέλπιδα προσπάθεια για να επικοινωνήσουμε. Αρκετές φορές, όμως, μας κάνουν να ξεφεύγουμε από το θέμα. Γι αυτό πρέπει πάντα να ξέρουμε πού θέλουμε να καταλήξουμε. Πρέπει να επικεντρωνόμαστε σε συγκεκριμένους στόχους, όπως το να «προκαλέσουμε» το συνομιλητή μας, για να δούμε αν είναι ενημερωμένος, ή να του ζητήσουμε να σκεφτεί και να δει κάτι από διαφορετική οπτική γωνία. Έτσι θα τον φέρουμε πολύ πιο εύκολα στο σημείο που εμείς θέλουμε, χωρίς να τον αναγκάσουμε να παραδεχτεί ότι έχει άδικο.
Εστιάζω στον «αντίπαλο»
Εκφράζοντας το θυμό μας με φωνές μπορεί μεν να εκτονωθούμε, όμως έτσι ρισκάρουμε να χάσουμε τον έλεγχο και πιθανώς και την «υπεροχή» μας. Είναι καλύτερο, λοιπόν, να εστιάζουμε στο συνομιλητή μας παρά στα δικά μας συναισθήματα. Ακούμε τι έχει να μας πει, παρατηρούμε τη γλώσσα του σώματός του και δείχνουμε κατανόηση σε αυτό που εκφράζει.
Βρίσκω κοινά σημεία
Το να συμφωνήσει μαζί μας, σε οποιοδήποτε σημείο, ο συνομιλητής μας μάς δίνει ψυχολογική υπεροχή και μας καθιστά περισσότερο «σύμμαχο» παρά «εχθρό». Αφού ακούσουμε τη δική του πλευρά, του δίνουμε να καταλάβει ότι κι εμείς κατανοήσαμε όσα μας είπε. Όταν μπορούμε να συνεννοηθούμε σε σημεία που ίσως προς στιγμήν φαίνονται ασήμαντα, τότε δεν είναι μακριά η στιγμή της γενικής συμφωνίας.
Τονώνω το συνομιλητή μου
Μια καλή κουβέντα κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης όπου «έχουν ανάψει τα αίματα» είναι μια πολύ καλή κίνηση για να σβήσουμε τη φωτιά. Έστω και κάτι πολύ μικρό που θα κάνει τον άλλο να καταλάβει ότι η γνώμη του είναι σεβαστή. Όταν σε μια συζήτηση υπάρχει αμοιβαιότητα, τότε τα δύο μέρη είναι πιο πιθανό να καταλήξουν σε συνεννόηση παρά σε καβγά.