Η γυναίκα-φαινόμενο της εποχής μας δεν εμπνέεται από ναρκομανείς φίλους όπως η Kate, δεν έχει ξεσπάσματα οργής όπως η Naomi ή αισθήματα λατρείας ως προς τη γιόγκα όπως η Christy. Η Claudia Schiffer είναι μια ευτυχισμένη μητέρα τριών, πλέον, παιδιών που έμαθε να προσαρμόζεται με πειθαρχία σε ό,τι νέο προκύπτει στη ζωή της, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο -χωρίς να χάνει ούτε μία σπιθαμή από τη χάρη της.
Η Claudia Schiffer δεν είναι ένα απλό μοντέλο. Αλλά αυτό το ξέρουμε ήδη. Ολοι όσοι έχουν συνεργαστεί μαζί της έχουν να μιλήσουν θετικά για ένα τουλάχιστον κομμάτι του χαρακτήρα της. Ενώ φαίνεται να είναι ψυχρή και απόμακρη, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, λέγεται. Λατρεύει τα ρούχα του οίκου Prada, δεν θα φορέσει ποτέ ένα σύνολο ενός σχεδιαστή από την κορυφή ώς τα νύχια, δεν θα πει όχι σε ένα φτηνό μπλουζάκι Mango (εταιρεία για την οποία υπήρξε το πρόσωπο της διαφημιστικής της καμπάνιας) και είναι αρκετά προσεκτική με τα χρήματα που ξοδεύει.
«Δεν μπορείς να σπαταλάς ένα κάρο λεφτά για να αγοράσεις ένα σύνολο το οποίο θα φορέσεις μία μόνο φορά. Τσαντίζομαι πραγματικά πάρα πολύ όταν ο κόσμος ξοδεύει απερίσκεπτα τόσα πολλά χρήματα». Στον τομέα της τέχνης, όμως, αλλάζουν τα πράγματα. Η Schiffer είναι συλλέκτρια έργων τέχνης, γνωρίζει τα πάντα και ενημερώνεται για ό,τι νέο συμβαίνει στον χώρο αυτό, ενώ ένας από τους αγαπημένους της καλλιτέχνες είναι ο Marc Quinn (ευρύτερα γνωστός από το έργο του «Sphinx», όπου η Kate Moss «πόζαρε» σε στάση της γιόγκα για τον καλλιτέχνη, το 2006). «Θα ήθελα να αγοράσω ό,τι έχει δημιουργήσει», έχει πει, «αλλά, δυστυχώς, είναι πολύ ακριβά».
Εκτός από τα φουλάρια, έχει τεράστια αδυναμία στα παπούτσια· τα κομψά, flat παπούτσια. Δεν θα τη δείτε ποτέ να φοράει ένα «φλύαρο» παντελόνι με ένα ζευγάρι αθλητικά. «Κάτι μου συμβαίνει με αυτά τα παπούτσια. Τα αγοράζω σε όλα τα πιθανά χρώματα. Τα ψηλοτάκουνα είναι για τη δουλειά και όταν τα φορούσα, ένιωθα πάντα άβολα». Η εικόνα της είναι μια μείξη Bardot και Barbie, συλλέγει έντομα και τα βάφει γιατί της αρέσει να τονίζει μία λεπτομέρειά τους, θυμάται τον μήνα και το έτος από κάθε εξώφυλλο για το οποίο έχει φωτογραφηθεί μέχρι σήμερα, δεν έχει πάρει ποτέ της ναρκωτικά, η λέξη «natural» είναι η αγαπημένη της και τη χρησιμοποιεί παντού ενώ φροντίζει κάθε φορά που της δίνεται η ευκαιρία να αποκαταστήσει τη λανθασμένη εικόνα που ενδεχομένως έχει σχηματίσει ο κόσμος για εκείνη -και συνήθως περιλαμβάνει το πόσο ψυχρή είναι και το ότι δεν τρώει.
Οι Γερμανοί συμπατριώτες της, ωστόσο, έχουν ξοδέψει τόνους από μελάνι στα πρωτοσέλιδα και τα εξώφυλλα του Τύπου τους για να εκφράσουν -με λόγια θεϊκά συνήθως- την αγάπη και την ευγνωμοσύνη που νιώθουν για το πρώτο εξαγώγιμο προϊόν ομορφιάς τους από τη δεκαετία του 1990. Η γερμανική έκδοση της Vogue τής αφιέρωσε μάλιστα όλο το τεύχος Ιουνίου και η Schiffer, λίγες μέρες πριν γεννήσει το τρίτο της παιδί, πόζαρε για το εξώφυλλο γυμνή στη 1 το βράδυ στον φακό του αγαπημένου της σχεδιαστή-φωτογράφου Karl Lagerfeld.
Πέρασαν 20 χρόνια ακριβώς από τότε που πόζαρε για πρώτη φορά για το εξώφυλλο της γερμανικής Vogue. Ακολούθησαν πολλά ακόμα και, όπως έχει πει η διευθύντρια του περιοδικού Christiane Arp: «Υπάρχουν λίγες γυναίκες που έχουν φωτογραφηθεί τόσο πολύ όσο η Claudia. Ομως με τόσο διαφορετικούς τρόπους όπως τώρα και με τόσο αντίξοες συνθήκες δεν την έχουμε δει ποτέ». Αλλωστε η Schiffer, ως τυπική Γερμανίδα, είναι συνηθισμένη να δέχεται την πίεση της δουλειάς με πειθαρχία και υπομονή.
Η 39χρονη σήμερα Schiffer ανακαλύφθηκε σε μια ντισκοτέκ του Ντίσελντορφ το 1987 από το πρακτορείο μοντέλων Metropolitan και έγινε ευρέως γνωστή από τις φωτογραφίες της διαφημιστικής καμπάνιας Guess, τραβώντας την προσοχή του Karl Lagerfeld, που ήταν και το εισιτήριό της για την πιο καυτή πόλη της μόδας, το Παρίσι. Χρόνια μετά, θα θυμηθεί πως «για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού με ανακάλυψαν, σκεφτόμουν ότι έχουν κάνει κάποιο λάθος, ότι μπορεί να έρθουν ανά πάσα στιγμή και να μου πουν -συγγνώμη, αλλά πρέπει να επιστρέψετε στη Γερμανία. Ηταν όλο, ένα μεγάλο λάθος...». Ο φόβος της, φυσικά, δεν επαληθεύτηκε ποτέ και μέσα σε δύο χρόνια κατάφερε να εισχωρήσει στα ενδότερα της μόδας, για να ονομαστεί στη συνέχεια το πιο ακριβοπληρωμένο μοντέλο του κόσμου.
Θα θέλαμε, βέβαια, να ξεχάσουμε την αποτυχία του εγχειρήματος Fashion Cafe στη Νέα Υόρκη, όπου συμμετείχε μαζί με τις φίλες της -super models- Christy Turlington, Naomi Campbell και Elle Macpherson. Το αποτέλεσμα ήταν η Claudia να αποχωρήσει από το εγχείρημα, κατηγορώντας σε συνεντεύξεις της τη Naomi Campbell, η οποία «νοιαζόταν περισσότερο να "προωθήσει" τις ερωτικές της σχέσεις, παρά την επιχείρηση». Απ’ ό,τι φάνηκε, ο κόσμος δεν μπόρεσε να συνδέσει το "κακό" φαγητό με τα μοντέλα, ένα θέ(α)μα το οποίο από μόνο του σου κόβει την όρεξη.
Η δεκαετία του 1990 υπήρξε χρυσή και για τη Schiffer, η οποία εμφανίστηκε σε όλα τα περιοδικά μόδας του κόσμου, σε διαφημιστικές καμπάνιες, σε κινηματογραφικές παραγωγές και, κλείνοντας αποκλειστικά συμβόλαια με εταιρείες μεγαθήρια, την έβαλαν στη λίστα με τα πιο πλούσια μοντέλα στον κόσμο (η περιουσία της οποίας εκτιμάται σήμερα στα 250 εκ. δολάρια).
Οχι άδικα, αφού η Schiffer εργαζόταν ασταμάτητα σε καθημερινή βάση, κυριολεκτικά, ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο για τις ανάγκες κάποιας φωτογράφισης. «Εργαζόμουν όλα τα σαββατοκύριακα, δεν έπαιρνα ούτε μία μέρα ρεπό», κάτι που άλλαξε όταν γνώρισε τον σκηνοθέτη και παραγωγό Matthew Vaughn, τον οποίο και παντρεύτηκε το 2002. Η δουλειά τα σαββατοκύριακα κόπηκε μαχαίρι και όταν απέκτησε τα παιδιά της (τον γιο της Caspar Matthew το 2003, την κόρη της Clementine de Vere το 2004 και τη δεύτερη κόρη της Cosima Violet, που γεννήθηκε τον περασμένο Μάιο), έγινε ακόμα πιο επιλεκτική.
Από τη Ζωή Κουσάκη