Από τον Γιάννη Πολέμη
Τα sex symbols δεν γερνάνε ποτέ. Τρανή απόδειξη το κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής και το παρατεταμένο χειροκρότημα στην εκθαμβωτική Τζέιν Μπίρκιν που έχοντας μπει στην έβδομη δεκαετία της ζωής της έδωσε μια μοναδική συναυλία μαγεύοντας το αθηναϊκό κοινό.Η πρόκληση ήταν κάτι που πάντα την συνάρπαζε Και φυσικά κέρδισε από αυτήν. Ακόμη και τη γνωριμία της με το ευρύ κοινό όταν η γαλλίδα εθνική σταρ Μπριτζίτ Μπαρντό φοβούμενη τις αντιδράσεις της συντηρητικής Γαλλίας δίστασε να τραγουδήσει το λάγνο «Je t aime... Μoi non plus» του Σερζ Γκενσμπούρ. Ήταν άλλωστε πρωτόγνωρο για εκείνη την εποχή ένα τραγούδι να συμπεριλαμβάνει ερωτικούς αναστεναγμούς και στίχους γεμάτους πάθος από το κατεστημένο της εποχής. Δεν ήταν, βλέπετε, συνηθισμένο το κοινό τότε σε ένα τραγούδι που θύμιζε σοφτ πορνό και είχε προκλητικά λόγια.
Η Μπίρκιν τόλμησε όταν γνώρισε τον Σερζ Γκενσμπούρ και αποθεώθηκε όσο λίγες καλλιτέχνιδες. Η ζωή της ήταν μία διαρκής πρόκληση προς το κατεστημένο, το κοινό, ακόμη και προς τον ίδιο της τον εαυτό. Στα 62 της χρόνια μετρά πολλές πλατινένιες και χρυσές δισκογραφικές επιτυχίες, περισσότερες από 80 κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εμφανίσεις, τρεις κόρες από τρεις διαφορετικούς άνδρες, τον Τζον Μπάρι, τον Σερζ Γκενσμπούρ και το σκηνοθέτη Ζακ Ντουαγιέν και πιο πρόσφατα έκανε το σκηνοθετικό της ντεμπούτο με τα διάσημα πλέον ανά την υφήλιο «Βoxes» που σαφώς διαθέτουν αυτοβιογραφικά στοιχεία αλλά και έντονη ακτιβιστική δράση.
Γεννημένη το 1946 στο μεταπολεμικό Λονδίνο, αποφασίζει από πολύ μικρή να ακολουθήσει τα χνάρια της καλλιτέχνιδας μητέρας της Τζούντι Κάμπελ παρά το γεγονός ότι ο στρατιωτικός πατέρας της, ταγματάρχης Ντέιβιντ Μπίρκιν, είχε έντονες αντιρρήσεις.
Από πιτσιρίκα τρέχει σε ακροάσεις για παιδιάταλέντα, μέχρι την ηλικία των 17, οπότε η τύχη της χτυπά την πόρτα και κάνει το θεατρικό της ντεμπούτο στην παράσταση «Carving a statue» υποδυόμενη μια νεαρή κωφάλαλη.
Συμμετέχει στο μιούζικαλ και την ταινία του Ρίτσαρντ Λέστερ «Το νακ και πώς να το αποκτήσετε», ωστόσο παγκοσμίως γνωστή θα γίνει με την αισθησιακή της παρουσία στην ταινία «Βlow Up» του Αντονιόνι. Την ώρα που όλοι οι άνδρες μιλούν γι αυτήν, ο σύζυγός της Τζον Μπάρι την εγκαταλείπει για μία άλλη γυναίκα. Δεν θα στενοχωρηθεί ιδιαίτερα
Μετακομίζει στο Παρίσι, ερωτεύεται τον Σερζ Γκενσμπούρ και τραγουδά το σκανδαλώδες «Je t aime... Μoi non plus». Το τραγούδι, παρά τη λογοκρισία που υπέστη σε πολλές χώρες, πουλά περισσότερα από 10 εκατομμύρια αντίτυπα και αναδεικνύει την Μπίρκιν σε sex symbol πρώτου μεγέθους. Είναι το πρότυπο της σεξουαλικής απελευθέρωσης που απασχολεί την κοινωνία εκείνης της εποχής.
Αρκετά χρόνια αργότερα θα χωρίσουν, αυτό ωστόσο δεν τους αποτρέπει να συνεργαστούν καλλιτεχνικά. Το 1983 το άλμπουμ «Βaby alone in Βabylone» γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Μετά το θάνατο του Γκενσμπούρ, η Τζέιν Μπίρκιν συνεργάζεται με σύγχρονους μύθους, όπως ο Μπράιαν Φέρι, ο Φραντς Φέρντιναντ, ο Μάνου Τσάου, ο Πάολο Κόντε, ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς, ο Ίαν Τίσεν, ο Νιλ Γιανγκ, οι Σμιθς και οι Πλασέμπο. Η θεατρική ποιοτική στροφή της γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, με κορυφαία στιγμή την υποκριτική της ερμηνεία στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, στο ρόλο της Ανδρομάχης με το Βρετανικό Εθνικό Θέατρο, ενώ αποσπά σημαντικές διακρίσεις για την προσφορά της στην έβδομη τέχνη, όπως τα βραβεία Cesar και οι Χρυσοί Φοίνικες του Φεστιβάλ των Κανών.
Το 2006 κυκλοφόρησε το «Fiction» με συνθέσεις που τις έγραψαν τραγουδοποιοί, όπως οι Νιλ Χάνον, Ρούφους Γουέινραϊτ και διασκευές των Νιλ Γιανγκ, Τομ Γουέιτς και Κέιτ Μπους.