ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ-ΡΩΜΑΝΟ ΛΙΖΑΡΔΟ
Με περισσότερα από 18 βραβεία, πλέον και με ένα Όσκαρ Β Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους», ο Χαβιέ Μπαρδέμ κάνει το πιο εντυπωσιακό καθαρόαιμο αμερικανικό ντεμπούτο Ευρωπαίου ηθοποιού. Ο ήρωας που ερμηνεύει προκαλεί τον απόλυτο τρόμο στο ανυποψίαστο κοινό. Δείχνει «βλαμμένος», αν όχι και κρετίνος, αλλά κάτι σε κάνει να τον φοβάσαι... Ας μην ξεχνάμε ότι στη συνείδηση του Ευρωπαίου πολίτη «οι ηλίθιοι παραμένουν αήττητοι», άρα «μπαμπούλες».
Ο χαρακτήρας που ερμηνεύει στην ταινία των αδερφών Κοέν «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους», με όπλο του τη βία και σύμμαχό του μια φιάλη οξυγόνου, βιώνει το δίκαιο διαφορετικά απ ό,τι ο Χαβιέ. «Μου αρέσει πολύ να βλέπω ταινίες με βία, με διασκεδάζουν πάρα πολύ», ανέφερε μεταξύ άλλων στην κουβέντα μας, «αλλά μεγάλωσα με τέτοιον τρόπο, που δεν έχω αυτή την οικειότητα με τα όπλα που έχουν οι Αμερικανοί».
Κι όμως, ο Ισπανός ηθοποιός, με την οικογενειακή παράδοση στις τέχνες, σαν παλιός μάστορας σφυρηλατεί μια προσωπικότητα τόσο αξιομίσητη που καταντάει... αξιολάτρευτη!
Άνετος και ευγενικός, μας συστήνεται (σ.σ.: λες και δεν τον γνωρίζαμε). Παρατηρώ τη μύτη του, την οποία ο αστικός μύθος θέλει να έσπασε σε ξυλοφόρτωμα για το ποιος θα κερδίσει μια γκόμενα. Προσπαθώ να μην είμαι αγενής και ξεκινάω την κουβέντα. Στην πορεία, βέβαια, αποδείχτηκε ότι ο Χαβιέ δεν κολλάει σε ντροπές, αφού θεωρεί τον πισινό του (!) λιγότερο σοκαριστικό θέαμα από μια σκηνή με αλλεπάλληλους σκοτωμούς!
Φαίνεται ότι μετά τη συμμετοχή σας στο «Goyas Ghosts» (σ.σ.: του Μίλος Φόρμαν) σας γοητεύουν πλέον περισσότερο οι ρόλοι «κακών»! Πώς νιώθετε στο πετσί ενός τέτοιου χαρακτήρα;
«Είναι γεγονός ότι δεν συνήθιζα να παίζω τέτοιους ρόλους... Ο μόνος ανάλογος ρόλος που είχα παίξει ήταν στο Χορεύοντας στην Κόλαση (Perdita Durango) του Άλεξ ντε λα Ιγκλέθια πριν από 12 χρόνια, όπου πραγματικά το διασκέδασα, καθώς μέχρι τότε δεν είχα ξαναπαίξει τον κακό και δεν είχα φανταστεί πόσο πολύ θα μου άρεσε να σκοτώνω αβέρτα κόσμο! (Γέλια.) Ο Μίλος Φόρμαν, όμως, είναι αυτός που μου έδωσε τον πρώτο γνήσια εγωιστή, μοχθηρό και αμοραλιστή χαρακτήρα που υποδύθηκα ποτέ. Το θέμα είναι ότι εκείνος ο χαρακτήρας δικαιολογούνταν, εν μέρει, καθώς διαμορφώθηκε σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που αποτελεί πρόσφορο έδαφος για τέτοιες προσωπικότητες».
Στη νέα ταινία των Κοέν η βία παραμένει, αν και ο ήρωας ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια του κακού...
«(Γέλια.) Σε αυτήν την ταινία ο χαρακτήρας μου καθορίζεται από τη βιαιότητά του. Εγώ τον βλέπω σαν ένα σύμβολο τρόμου, συναισθηματικά αποκομμένο από οτιδήποτε και οποιονδήποτε, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του του εαυτού. Το δύσκολο, λοιπόν, ήταν να βρω ένα κοινό σημείο επαφής με αυτόν τον άνθρωπο, αλλιώς δεν θα μπορούσα να τον αντιμετωπίσω ως ένα ζωντανό πλάσμα, αλλά μάλλον σαν ένα ρομπότ. Έτσι, ανακάλυψα ότι τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που τον διέπουν είναι ένας διεστραμμένος κώδικας αξιών και μια αίσθηση τιμής. Είναι άνθρωπος του λόγου του. Από εκεί πιάστηκα για να μπορέσω να τον ερμηνεύσω».
Όταν διαβάζατε το σενάριο, σκεφτήκατε ότι μπορεί να έχετε πρόβλημα με τις σκηνές βίας;
«Όταν το διάβαζα, όντως είχα προβληματιστεί, καθώς κάνω ταινίες εδώ και 20 χρόνια και μόνο δύο φορές έχει χρειαστεί να σκοτώσω κάποιον. Γενικότερα, μου είναι αρκετά ξένο να πιάνω όπλο στα χέρια μου. Δεν κατακρίνω τις βίαιες ταινίες. Μου αρέσει πολύ να τις βλέπω και με διασκεδάζουν πάρα πολύ, αλλά μεγάλωσα με τέτοιον τρόπο, που δεν έχω αυτή την οικειότητα με τα όπλα όπως οι Αμερικανοί. Εκεί εντοπίζω και μια διαφορά μεταξύ ευρωπαϊκού και αμερικανικού κινηματογράφου. Υπάρχει μια σκηνή όπου μου κάνουν εγχείρηση και είμαι γυμνός και φαίνεται ο πισινός μου. Ένας από τους ανθρώπους που ήταν εκεί έσπευσε αμέσως να βρει ένα παλτό να μου τον καλύψει και πραγματικά δεν είχα καταλάβει γιατί. Είναι απλώς ένας πισινός, ίσως όχι ο πιο ωραίος που υπάρχει, αλλά σίγουρα δεν είναι κάτι το φοβερό. (Γέλια.) Αντίθετα, σε μια σκηνή που θα πρέπει να σκοτώσω δίχως αναστολές πέντε δέκα κομπάρσους κανείς δεν σοκάρεται».
Πώς ήταν να κάνετε γυρίσματα σε ένα τόσο αμερικανικό τοπίο όπως το Τέξας, που δεν μοιάζει σε τίποτα με την Ευρώπη;
«Ξέρεις, είναι περίεργο, γιατί όταν πρωτοέφτασα στα γυρίσματα και συναντήθηκα με τους Κοέν, το πρώτο πράγμα που τους ρώτησα ήταν γιατί διάλεξαν εμένα; Πώς θα μπορούσα να αντεπεξέλθω σε έναν τέτοιο ρόλο, τι προφορά να χρησιμοποιήσω; Τότε είναι που μου είπαν ότι ο χαρακτήρας μου ουσιαστικά εμφανίζεται από το πουθενά και καταλήγει στο πουθενά, οπότε δεν ήθελαν τίποτα συγκεκριμένο. Ήθελαν να είμαι όσο πιο ουδέτερος γίνεται. Να μη μιλάω με ισπανική προφορά, αλλά ούτε και να υιοθετήσω αμερικανική. Το ίδιο συνέβαινε και με εμένα στο Τέξας. Είχαμε γυρίσματα δύο μέρες την εβδομάδα και όλα πήγαιναν καλά, αλλά τον υπόλοιπο καιρό δεν ήμουν παρά ένας ξένος στο Τέξας, που ήρθε από το πουθενά για τρεις εβδομάδες και μετά πάλι θα έφευγε! Η όλη εμπειρία μπορώ να πω ότι με βοήθησε με το ρόλο».
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τους αδερφούς Κοέν;
«Πάρα πολύ καλή. Ένα χαρακτηριστικό τους είναι ότι εμπιστεύονται πάρα πολύ τους ηθοποιούς τους. Ακούνε κάθε σύσταση, απαντάνε σε κάθε ερώτηση και προσπαθούν να εξηγήσουν οποιαδήποτε απορία με φοβερά ήρεμο τρόπο και πολλή κατανόηση. Επίσης, αυτό που βρίσκω υπέροχο είναι ότι σε κάθε πλάνο ψάχνουν να βρουν την αστεία πλευρά. Όταν λέω αστεία, δεν εννοώ χα, χα, αλλά ότι μπορούν να ανακαλύψουν το ευτράπελο ακόμα και στις πιο δραματικές ή γεμάτες δράση σκηνές, επιζητώντας όχι το γέλιο, αλλά τη συνειδητοποίηση της ελαφρότητας οποιασδήποτε κατάστασης».
Η ταινία του Φόρμαν είχε αντιμετωπίσει δριμύτατη κριτική από την παπική εκκλησία. Αυτή η κριτική σας άγγιξε καθόλου;
«Κοιτάξτε, η ταινία αναφέρεται σε μια άσχημη εποχή για την Ισπανία, όπου ο κόσμος πεινούσε και όλη η εξουσία και ο πλούτος βρίσκονταν στα χέρια του κλήρου. Αυτά είναι αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Τώρα, αν τους ενόχλησε ο τρόπος που τα παρουσιάσαμε, δεν το ξέρω. Πάντως, ομολογώ ότι με εμένα προσωπικά δεν ασχολήθηκαν».
Στην Ελλάδα αν και ο φασισμός διήρκεσε ελάχιστα και έληξε πριν από σχεδόν 40 χρόνια, υπάρχουν ακόμα λίγοι και ίσως επικίνδυνοι «νοσταλγοί» εκείνης της εποχής. Ζώντας στη σημερινή Ισπανία, νιώθετε ότι υπάρχουν ακόμα κατάλοιπα της εποχής του Φράνκο;
«Ο Φράνκο πέθανε όταν ήμουν ακόμα νέος, 12 ετών, οπότε δεν έχω ολοκληρωμένες μνήμες όσον αφορά την εξουσία του. Πάντως, ξέρω ότι ο θείος μου, που ήταν αντιφρονούντας, φυλακίστηκε και η μητέρα μου, που ήταν πολιτική ακτιβίστρια, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα. Τώρα πλέον τα πράγματα είναι αρκετά νορμάλ. Αν βέβαια τολμήσει κάποιο δημόσιο πρόσωπο να κατακρίνει εκείνη την εποχή, ο φιλοδεξιός ακραίος τύπος θα πέσει να τον κατασπαράξει, αλλά οι περισσότεροι έχουν προχωρήσει. Δεν εκλείπει, βέβαια, μια αύρα εθνικού διχασμού από το παρελθόν, αυτό που ονομάζουμε εμείς οι δύο Ισπανίες, αλλά η γραμμή μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς δεν είναι πια τόσο ισχυρή. Με το παρελθόν ασχολούνται μόνο οι ηλικιωμένοι. Η αντιμετώπιση των νέων είναι του τύπου σιγά μην κάτσω να ασχοληθώ με κάτι που έγινε πριν από σαράντα χρόνια και τη βρίσκω αρκετά υγιή».
Τι εννοείτε όταν λέτε ότι η γραμμή που χωρίζει Αριστερά και Δεξιά έχει λεπτύνει;
«Σε όλο τον κόσμο υπάρχει ο κανόνας που θέλει δύο κόμματα να διεκδικούν την εξουσία και ως επί το πλείστον αυτό εκφράζεται με τη Δεξιά και την Αριστερά. Στη σημερινή πολιτική, όμως, αυτό που μετράει περισσότερο είναι η κοινή λογική. Το δυστύχημα είναι ότι πολλές φορές άνθρωποι από τη μία παράταξη ή την άλλη περιφρονούν τη λογική, προκειμένου να μείνουν πιστοί στην παράταξή τους».
Η άποψή σας για τον Τσάβες;
«Θα ήθελα λίγο ακόμα χρόνο προκειμένου να σχηματίσω εμπεριστατωμένη άποψη για τον Τσάβες. Ασφαλώς και θεωρώ τον πολιτικό του λόγο λίγο ακραίο και κάποιες πολιτικές του ενέργειες λανθασμένες, αλλά ο Τσάβες έχει την ιδιαιτερότητα να είναι πρόεδρος ενός κράτους που μέχρι τώρα βρισκόταν υπό το σκιώδη έλεγχο κάποιας ξένης κυβέρνησης. Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα αυτή, θεωρώ ότι κάποιες από τις ενέργειές του ήταν επιβεβλημένες για την ανατροπή του σκηνικού. Από εκεί και πέρα η Ιστορία θα δείξει».
Ο Γούντι Άλεν μιλώντας για την ταινία που γύρισε στη Βαρκελώνη ανέφερε ως έναν από τους λόγους που διάλεξε τη συγκεκριμένη τοποθεσία το ότι υπάρχουν άφθονοι ταλαντούχοι ηθοποιοί, μεταξύ άλλων εσείς και η Πενέλοπε Κρουζ. Θεωρείτε ότι αυτό οφείλεται και στην παγκόσμια απήχηση των ταινιών του Αλμοδόβαρ;
«Ασφαλώς! Κάθε Ισπανός που δουλεύει στον κινηματογράφο χρωστάει πολλά στον Αλμοδόβαρ και τον Μπαντέρας, που άνοιξαν το δρόμο. Αλλά και ξένοι δημιουργοί, όπως ο Γούντι Άλεν, ο Μίλος Φόρμαν, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ, που έχουν συνεργαστεί με ανθρώπους από την Ισπανία συχνά αναφέρουν το πόσο καλή συνεργασία είχαν και το πόσο ποιοτική είναι η δουλειά των Ισπανών. Η Ισπανία, όμως, είναι σκληρή απέναντι στα παιδιά της. Ακόμα και όταν έρχονται ξένοι καταξιωμένοι άνθρωποι και μας επαινούν, εμείς δεν τους πιστεύουμε. Αυτό είναι κάτι που με στεναχωρεί πολύ».
Αληθεύει ότι οι σχέσεις σας με την Πενέλοπε Κρουζ έγιναν ιδιαίτερα στενές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;
«Με την Πενέλοπε ήρθαμε πολύ κοντά στα γυρίσματα. Είναι πολύ ταλαντούχα και πανέμορφη».
Ο Χαβιέ εκμεταλλεύτηκε το νόημα που του έκανε η υπεύθυνη των δημοσίων σχέσεων για να αποχωρήσει από την αίθουσα και τελείωσε ίσως με την πιο ασαφή απάντηση που μπορούσε να δώσει. Λίγες μέρες αργότερα δημοσιεύτηκαν στο Ισπανικό «Ηola» οι πρώτες φωτογραφίες του «ζεύγους Κρουζ - Μπαρδέμ» σε εξωτική παραλία. Τελικά, η πατρίδα για τους μελλοθάνατους από πυρά παπαράτσι παραμένει η Ισπανία, ιδιαίτερα όταν τα αντικείμενα του πόθου μιλάνε τη γλώσσα του έρωτα με τις ψευδές καταλήξεις!