Ερωτική καταδίωξη του άπιστου στο Αιγαίο

31.07.2007
Σ απατώ, σ' απατώ. Πού με βάζεις; Σ ένα κότερο ακριβό να κραυγάζεις!Κάπως έτσι όχι τραγουδιστά βέβαια έληξε ο πολυτάραχος γάμος πασίγνωστου επιχειρηματία και της καλλονής γυναίκας του όταν εκείνος συνελήφθη εν πλω με την ερωμένη του, σύζυγο επίσης πασίγνωστου πολιτικού.

Πως θα σκάσει, θα σκάσει! Η είδηση λέμε. Το ερώτημα είναι πότε. Και όχι από εμάς πάντως! Γιατί είμαστε οι πρώτοι που είδαμε, ακούσαμε και, τελικά, δεχτήκαμε και την έξω από τα δόντια ομολογία: «Ο.Κ., απατώ τη γυναίκα μου. Λογαριασμό θα σας δώσω;».

Βέβαια, ήταν μεθυσμένος ο κύριος. Πολύ μεθυσμένος! Οπότε πιάνεται η «ομολογία»; Θα μας πείτε, πιάνουν οι φωτογραφίες! Και πάνω απ όλα η έκρηξη της απατημένης συζύγου, που είναι και στενή φίλη (όχι μόνο πιστή αναγνώστρια) του ΛΟΙΠΟΝ.

Ας πάρουμε, λοιπόν, τα γεγονότα με τη σειρά και να δούμε τι μπορούμε να αποκαλύψουμε:

Σαββατοκύριακο, 21-22 Ιουλίου.
Τοποθεσία μεταξύ Τήνου - Δήλου - Μυκόνου Ένα κότερο που κινείται ενδιάμεσα Μια βίλα 480 τ.μ. στον Όρνο κι ένα πιο συντηρητικό σπίτι 120 τ.μ. στην Τήνο. Πρωταγωνιστές; Προσέξτε περιγραφή, σκεφθείτε καλά και μπορεί να πέσετε μέσα.

Ο σύζυγος: Σούπερ επιχειρηματίας 56 χρόνων με στενές πολιτικές επαφές. Στο σπίτι του και το κότερό του έχουν φιλοξενηθεί κατά καιρούς κυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι. Και όχι μόνο. Αστέρες της ΤV, της πασαρέλας και της πίστας.

Η σύζυγος: Καλλονή. Διατηρεί αναλλοίωτη την ομορφιά και την εξυπνάδα της στα 46 της. εκείνο όμως που ένιωσε να αλλάζει με τον καιρό είναι η ποιότητα της συζυγικής σχέσης της. Ο άλλοτε ευγενικός, τρυφερός και ερωτικά δραστήριος σύντροφος άρχισε να παρουσιάζει έναν άλλον εαυτό. Στην αρχή έβγαζε μια αδιαφορία, μετά κόπωση, έπειτα επιθετικότητα, πιο κάτω μια εξάρτηση από το αλκοόλ και, τελικά, κατέληξε να είναι ένας βάρβαρος σύζυγος, που όχι σπάνια σήκωνε το χέρι και έδειχνε την «αγάπη» του. Γιατί, κατά τα άλλα, το κοινωνικό του πρόσωπο προσελκύει περιγραφές ως «γοητευτικού και αριστοκράτη Κροίσου», «του χαμηλών τόνων Κροίσου», «του μεγαλόψυχου και φιλάνθρωπου κ. Τάδε».

Καθώς, λοιπόν, το ζευγάρι μας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, η σύζυγος δέχτηκε την πρόσκληση να περάσει λίγες μέρες στο σπίτι μιας φίλης στην Τήνο, όπου θα φιλοξενούνταν επίσης πασίγνωστος ψυχίατρος με τη γυναίκα του κι ένας επίσης famous δικηγόρος. Θα είχε έτσι την ευκαιρία να μιλήσει μαζί τους σ' ένα περιβάλλον γαλήνιο, μακριά από paparazzi και ανεπιθύμητους.

Η κυρία πληροφορεί το σύζυγο ότι πηγαίνει Τήνο, ενώ εκείνος της λέει ότι θα μείνει στην Αθήνα με τους δύο γιους τους, ηλικίας 17 και 19 χρόνων. Της εύχεται, μάλιστα, να περάσει καλά και «χαιρετίσματα στη φίλη σου και στους υπόλοιπους», που όλους καλά γνωρίζει!

Η συντροφιά περνάει μια χαρά το πρώτο βράδυ της Παρασκευής, το ίδιο και το πρωινό του Σαββάτου, ώσπου χτυπάει το κινητό της κυρίας, το ανοίγει, ακούει, ψιλοχάνει το χρώμα της και, τέλος, βάζει τις φωνές:

«Πάμε Μύκονο. Όλοι πάμε, να έχω και μάρτυρες. Να τον πιάσω τον Είναι σπίτι με γκόμενα. Και ξέρετε ποια; Ποιααα; Τη γυναίκα του Που τον χρηματοδοτεί κιόλας! Αμ πες μου έτσι! Η χορηγία δόθηκε για το της κυρίας!».

Η γυναίκα κατέβηκε στο λιμάνι σε έξαλλη κατάσταση, έτοιμη να πάρει το πρώτο πλοίο για Μύκονο, όπως κι έγινε. Οι φίλοι της την συνόδευσαν μέχρι το απέναντι νησί, αλλά αρνήθηκαν να την συνοδεύσουν στο κυνήγι του άπιστου. Προσπάθησαν μάταια να την ηρεμήσουν και κυρίως την συμβούλευσαν να μη δημιουργήσει επεισόδιο παρουσία του κόσμου. Σαν να της είπαν πήγαινε και άνοιξέ του το κεφάλι. Η απατημένη σύζυγος πήγε στο σπίτι, αλλά δεν βρήκε κανέναν ούτε καν το υπηρετικό προσωπικό, που όλως εκτάκτως είχε πάρει άδεια. Σκέφτηκε ότι το κακό θα παιζόταν στο κότερο, αλλά το κότερο πουθενά! Μόνο έπειτα από αρκετό ψάξιμο «πληροφορήθηκε» ότι το πλοίο της χαράς έκοβε βόλτες γύρω γύρω από το νησί κι έκανε κάτι ανοιχτές προς Δήλο και Τήνο.

Έξαλλη πια, από εδώ το πήγε από εκεί το έφερε, κατάφερε να νοικιάσει ένα φουσκωτό που την μετέφερε στον τόπο του εγκλήματος. Οι περιγραφές λένε ότι ο άπιστος, πιωμένος καθώς ήταν, πέταξε κάτι άδειες μπουκάλες από βότκα στους διώκτες του (σύζυγο και καπετάνιο του φουσκωτού), ενώ οι βρισιές του ακούγονταν σε όλο το Αιγαίο. Το ίδιο λαλίστατη, βέβαια, και η απατημένη, που ζητούσε όχι μόνο διαζύγιο, αλλά και «το σώβρακό του» εδώ και τώρα.

Το τρίτο πρόσωπο, η γοητευτική κυρία κυρίου παρά τω υπουργώ Τάδε, είχε κρυφτεί στο αμπάρι. Η συνέχεια και το τέλος της ιστορίας γράφτηκε αργά το βράδυ, όταν ο άπιστος σύζυγος κάλεσε στο τηλέφωνο το γνωστό δικηγόρο από τη συντροφιά της γυναίκας του στην Τήνο και του είπε σε άπταιστη καραβίσια διάλεκτο:

«Πες και στους άλλους ότι λογαριασμό δεν δίνω σε κανέναν. Πάρτε την καρ και κλείστε την σε κάνα μοναστήρι εκεί στην Τήνο ή σε κάνα τρελάδικο. Εγώ είμαι ο και κάνω ό,τι μου γουστάρει».

Αυτά μέχρι στιγμής. Ο κύριος επέστρεψε στο γραφείο του, η κυρία συσκέπτεται με τους δικηγόρους για το τι θα ζητήσει και όλοι εμείς που ζήσαμε την ιστορία από κοντά λέμε τώρα «Μακριά!».