Από την Ευγενία Γαβριηλίδου
Γυναίκα αυθεντική και ντόμπρα, η Μαριώ περπάτησε από μικρή στις αλάνες της Θεσσαλονίκης, ζυμώθηκε με τους ήχους και τις ανάσες της πόλης και εξέφρασε με τη χαρακτηριστική φωνή της τα βάσανα του κόσμου. Με το βελονάκι στο χέρι, καθισμένη αναπαυτικά στην πολυθρόνα, μου χαμογελά και αρχίζουμε την κουβέντα...
Η νέα δισκογραφική δουλειά σου με τίτλο «Με ένα χαμόγελο» κινείται στα γνωστά μονοπάτια;
«Είναι ένας λαϊκός δίσκος, στον οποίο όμως τραγουδώ και μπαλάντες. Μέχρι σήμερα η μοναδική μπαλάντα που είχα τραγουδήσει ήταν το Αϊ-Γιώργης, σε στίχους Φίλιππου Γράψα, που φαίνεται να άρεσε στον κόσμο».
Για τον κόσμο, πάντως, είσαι η «Μαριώ η ρεμπέτισσα»
«Κι εγώ, αν και μπορώ να ερμηνεύσω πολλά είδη, λατρεύω το ρεμπέτικο. Παρ όλα αυτά, πιστεύω ότι ο κύκλος του έχει κλείσει. Ο άνθρωπος πρέπει να πηγαίνει μπροστά. Αν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις και άλλα πράγματα, ο κόσμος το αξιολογεί. Νομίζω ότι έχω τη δυνατότητα και εμπιστεύομαι τις επιλογές της Ντόρας Ρίζου, που είναι η παραγωγός μου».
Γιατί δεν υπήρξαν καλλιτέχνιδες νεότερες από σένα, για να συνεχίσουν σε ρεμπέτικους δρόμους;
«Εγώ γεννήθηκα την εποχή που το ρεμπέτικο άρχισε να δικαιώνεται. Η Λιλή, ο Χονδρονάκος, ο Ρούκουνας, ο Βαμβακάρης υπήρξαν δάσκαλοι για μένα. Ξέρεις, στην εποχή μας δεν γράφονται πια ρεμπέτικα. Όσο για τα κορίτσια, το ρεμπέτικο δεν έχει ψωμί, δεν έχει μεροκάματο. Είναι για ανθρώπους χαμηλών τόνων. Βέβαια, κάποια κορίτσια και αγόρια εξακολουθούν και σήμερα να τραγουδούν ρεμπέτικα, αλλά είναι στην αφάνεια, δεν προβάλλονται».
Εσύ παρ όλα αυτά διακρίθηκες.
«Άργησα πολλά χρόνια και το ξέρεις πολύ καλά. Η Θεσσαλονίκη δεν αξιοποιεί το δυναμικό της. Και το λέω εγώ αυτό, που γεννήθηκα και μεγάλωσα σ' αυτή την πόλη και περπάτησα στο χώμα της πριν γίνει άσφαλτος!».
Τραγούδησες και εκτός Ελλάδος. Αλήθεια, πώς δέχτηκε το ρεμπέτικο το κοινό στο εξωτερικό;
«Είναι μεγάλη η μυσταγωγία. Είναι ήσυχοι άνθρωποι, ακούνε ευλαβικά, με σεβασμό. Νομίζω ότι οι ξένοι είναι γνώστες του ρεμπέτικου. Διαβάζουν και ψάχνουν. Το αγαπούν χωρίς απαραίτητα να καταλαβαίνουν τους στίχους και τη γλώσσα».
Πού θα ξεχειμωνιάσεις;
«Στα 13 Φεγγάρια με τον Ζιώγαλα και τον Λάμπρο Καρελά, που είναι αξιόλογος τραγουδιστής και συνθέτης. Είναι ένα σχήμα χαρούμενο και κεφάτο. Λαϊκό, ρεμπέτικο, σμυρναίικο, αλλά θα πω και τα νέα τραγούδια μου».
Πώς σου φαίνεται σήμερα το λαϊκό τραγούδι;
«Προσπαθούμε να το ανεβάσουμε. Έχουμε βέβαια και μεταλλαγμένα στα χωράφια μας, αλλά το αυθεντικό δεν μπορεί να σβήσει. Είναι το καθαρό, το βιολογικό».
Τι μουσικές ανάγκες καλύπτουν τα «μεταλλαγμένα» τραγούδια και είναι τόσο δημοφιλή;
«Πιστεύω εμπορικές. Ο κόσμος αναγκάζεται να τα ακούει. Εκεί που ακούς στο ραδιόφωνο ένα καλό κομμάτι, ξαφνικά μπαίνει στη συνέχεια και ένα ξένο. Εσύ, πάλι, περιμένεις να ξαναβάλει κάτι καλό και ακούς αναγκαστικά και το σκάρτο».
Τι λες για τη σύγχρονη γυναίκα;
«Είναι πολύ ανεξάρτητη, ιδιόρρυθμη, έχει το δικό της τρόπο ζωής. Ζει σε δικά της πλαίσια και δεν ανέχεται να της επιβάλλουν άλλοι τις απόψεις και τα θέλω τους. Έχει πάρει τη ζωή στα χέρια της. Όλα αυτά βέβαια θα πρέπει να έχουν ένα όριο, γιατί, όταν είσαι παντρεμένη, πρέπει να υπάρχει σεβασμός και από τα δύο φύλα».
Πιστεύεις ότι οι γυναίκες έχουν χάσει το δρόμο τους;
«Η κοινωνία, το σύστημα, αν θέλεις, οι ανάγκες που προκύπτουν, έκαναν τις γυναίκες να χάσουν το δρόμο».
Εσείς οι ρεμπέτισσες ανοίξατε το δρόμο.
«Στα χρόνια μου ήταν μεγάλη ντροπή. Περνούσα στο δρόμο και δεν ήθελαν να τους ακουμπά ούτε η σκιά μου. Άλλαζαν πεζοδρόμιο οι γυναίκες που με συναντούσαν, γιατί εκείνες ήταν του σπιτιού κι εγώ η τραγουδίστρια, η πόρνη του δρόμου, η αλήτισσα. Εγώ τα λέω ξεκάθαρα. Τα πέρασαν χειρότερα και οι παλιότερες από μένα. Τότε μάλιστα δεν μας αποκαλούσαν τραγουδίστριες, αλλά ντιζέζ. Ήταν πολύ πικρό αυτό που βίωσα, γιατί ένιωθα ότι ήμουν πολύ κυρία και άξια γι αυτό που έκανα. Έκανα τη δουλειά μου γιατί την αγαπούσα και όχι για να επωφεληθώ άλλα πράγματα. Δεν με ενδιέφερε να πέσω στην πορνεία, αλλά να επιβιώσω. Η τύχη με βοήθησε, γιατί έστειλε στο δρόμο μου τον άντρα μου, ο οποίος ήθελε να συνεχίσω τη δουλειά μου».
Όταν έκανες οικογένεια, ακολούθησες την κλασική συνταγή «υποχωρώ για να σώσω το σπίτι μου»;
«Πάντα έκανα πίσω. Αυτός ήταν άντρας. Χωρίς τη συμβουλή του δεν έκανα καμία κίνηση. Μπορεί να μη μου άρεσαν οι συμβιβασμοί, αλλά, όταν παντρεύτηκα, είδα ότι δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Είχα τα παιδιά μου, που τα λάτρευα. Πιστεύω στην ισοτιμία μέσα στην οικογένεια, αλλά, όταν κι εσύ από την πλευρά σου συνεισφέρεις, πρέπει να το κάνεις με σεμνότητα και ταπεινότητα. Σέβεσαι τον εαυτό σου και την οικογένειά σου. Όταν είσαι μόνη, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις».
Τι κάνουν λάθος σήμερα οι γυναίκες και τα έχουν βρει δύσκολα στη σχέση τους με τους άντρες;
«Δεν έχουν υπομονή. Δεν βάζουν το θυμό τους σε ένα συρτάρι. Δεν δίνουν χώρο στην καρδιά τους».
Έγινες και γιαγιά
«Πρόσφατα για μία ακόμη φορά από το γιο μου, που ήδη έχει ένα παιδί, όπως και η κόρη μου».
Είσαι «μάνα-κλώσα»;
«Ναι, πραγματικά, και παρόλο που ο άντρας μου αντιδρά πολλές φορές. Του λέω όμως να κάνει κουμάντο στη δική του τσέπη!» (Γελάει.)
Τελικά, έβγαλες χρήματα απ αυτή τη δουλειά;
«Όχι, αλλά ζω αξιοπρεπώς. Ό,τι χρήματα έβγαλα τα έδωσα για τα παιδιά μου. Δόξα τω Θεώ, δεν είμαι και στο δρόμο».