Από τη Μάρω Κανελάκη
Πενήντα χρόνια θεατρικής πορείας συμπληρώνει φέτος ο Θύμιος Καρακατσάνης. Ως σύγχρονη... Λυσιστράτη, μιλάει στο ΛΟΙΠΟΝ για όλες τις ανακολουθίες της κοινωνίας που ζούμε. Δεν μένει, όμως, εκεί... Ανοίγει την καρδιά του και μιλά για τους έρωτές του, για τα πέτρινα χρόνια, για την αθανασία της ψυχής αλλά και για τη μάχη που δίνει με τον καρκίνο εδώ και λίγα χρόνια.Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τον Στάθη Ψάλτη στο έργο «Λυσιστράτη»;
«H ιδέα ήταν του κουμπάρου, του Τάγαρη. Είναι ένας ηθοποιός που έχει κάνει επιθεώρηση, αλλά έχει κάνει καταπληκτικά πράγματα και με χαρά συνεργάζομαι μαζί του».
Πόσα χρόνια είστε στο θέατρο;
«Είμαι 50 χρόνια. Από τους τρεις πρώτους μήνες στη σχολή του Κουν, όπου έκανα μικρούς ρόλους και κουβαλούσα τα έπιπλα του θεάτρου. Έχω κουβαλήσει πολλά έπιπλα. Αν έπαιρνα μία δραχμή από κάθε κουβάλημα, τώρα θα ήμουν Ωνάσης, αλλά τα κουβαλούσα τζάμπα, μ’ ένα όμως αντίκρισμα πολύ πιο ουσιαστικό: Μάθαινα θέατρο!».
Θεωρείτε ότι σας βοήθησε το να βλέπετε τους άλλους ηθοποιούς πώς παίζουν;
«Mε βοήθησε να βλέπω τον Κουν να διδάσκει. Ήταν σαν να έχω κάνει είκοσι χρόνια σχολή. Ο Κουν ήταν μεγάλος δάσκαλος!».
Ποιος σας ώθησε να πάτε στη σχολή του Κουν;
«Περισσότερο η τύχη και λιγότερο τα άτομα που με πήγαιναν να βλέπω παραστάσεις. Εγώ δεν ήμουν από αστική τάξη κουλτουρο-ηλίθιο απαύγασμα. Ήμουν ένα άτομο που μεγάλωσε σε μια λαϊκή γειτονιά του Πειραιά. Είχα την τύχη να έχω αριστερό πατέρα. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν τον πατέρα κοντά τους. Βέβαια, ως παιδιά, λέγαμε μεταξύ μας έλα, μου κουνιέσαι επειδή έχεις τον πατέρα σου. Αυτές οι φράσεις μπορεί να ακούγονται αστείες, αλλά κρύβανε την τραγική ρίζα της εποχής και των ανθρώπων».
Πού σας οδήγησαν όλα αυτά τα βιώματα;
«Mε οδηγούσαν στην κωμωδία, γιατί η κωμωδία έχει τραγική ρίζα. Αλίμονο στον κωμικό που νομίζει ότι είναι γεννημένος να κάνει σαχλίτσες».
Πώς νιώσατε όταν συναντήσατε πρώτη φορά τον Κουν; Είχατε άγχος αν θα σας δεχτεί;
«Εγώ δεν κατάλαβα πώς με δέχτηκε... Το μόνο που κατάλαβα ήταν όταν ήρθε ο Λαζάνης και μου είπε: Περάσατε. Αύριο να έρθετε στη σχολή. Έφυγα αμέσως, πήγα στον Πειραιά και είδα μια παράσταση από ένα μπουλούκι και έκλαιγα όλη τη νύχτα».
Ποια συμβουλή σάς είχε δώσει ο Κουν;
«Ο Κουν είχε έναν τρόπο να μη δίνει συμβουλές, αλλά να εισπράττεις συμβουλές χωρίς να τις δίνει. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μου είπε: ?Εσύ πρέπει να διαβάσεις το «Γιοφύρι του Σαν Λουίζ Ρε». Πήγα κι εγώ, λοιπόν, και το αγόρασα και διάβασα λίγο. Την άλλη μέρα με ρώτησε: Πώς σου φάνηκε το βιβλίο;. Του απάντησα: Ωραίο, καλό... και με ρωτά: Τι ήθελε να πει ο συγγραφέας;. Και του απαντώ: Δεν το έχω διαβάσει όλο. Με κοίταξε και έστριψε. Το βράδυ πήρα το βιβλίο και το διάβασα όλο. Την άλλη μέρα πήγα στο θέατρο και συνεχώς σε κάθε ευκαιρία περνούσα από κοντά του για να με ρωτήσει για το έργο. Δεν με ρώτησε ποτέ, ωστόσο εγώ έμαθα να διαβάζω».
Θεωρείτε ότι οι πολιτικοί που κυβερνούν τη χώρα μας αγαπούν την Ελλάδα;
«Βεβαίως την αγαπούν, αλλά με τον τρόπο τους. Και ο βιαστής αγαπά τον βιαζόμενο».
Πώς αντιδράσατε όταν η κόρη σας σας είπε ότι θέλει να ακολουθήσει το επάγγελμά σας;
«Είναι μια απαίσια ιδέα αυτό. Να είσαι μέσα σ’ ένα χώρο, να υπάρχει τόση αναξιοκρατία, να υπάρχουν άνθρωποι που τους σιχαίνεσαι, και να θέλει το παιδί σου να μπει σε αυτόν τον κόσμο; Δεν θα ήθελες ποτέ!».
Νιώσατε μαχαιρώματα στη δουλειά σας;
«Ακόμα η πλάτη μου στάζει αίμα...».
Πότε φοβηθήκατε στη ζωή σας;
«Φοβήθηκα με τον καρκίνο. Γιατί μέχρι τότε είχα μια εντύπωση όπως όλοι? της αθανασίας. Όταν έμαθα ότι η μόνη Αθανασία είναι στο Αιγάλεω, τότε προσγειώθηκα και φοβόμουνα».
Φοβηθήκατε όταν σας ανακοίνωσε ο γιατρός ότι έχετε καρκίνο;
«Ναι. Είχα πάει στη Στοκχόλμη σ’ ένα γιατρό. Έλεγε έλεγε ο γιατρός! Μαζί μου είχα ένα μεταφραστή, ο οποίος άκουγε το γιατρό και άρχισε να ιδρώνει. Τότε σκέφτομαι ότι έχω κάτι πολύ κακό και λέω: Έλα, έχω καρκίνο.... Και μου απαντούν: Ναι. Έφυγε ένας κουβάς παγωμένο νερό από τη ράχη μου, έγινα μούσκεμα σαν να είχα κατουρηθεί, ενώ έξω είχε χιόνι. Μετά τη συνάντηση του γιατρού, είχαμε εξασφαλίσει μια συνέντευξη στη σουηδική τηλεόραση για να μιλήσω για τον Αριστοφάνη. Φυσικά... πήγα, δεν με σταματούσε τίποτα. Σκέφτηκα, πότε θα είχα τη δυνατότητα να μιλήσω ξανά γι’ αυτό».
Όμως τώρα έχετε συνειδητοποιήσει ότι έχετε καρκίνο;
«Όχι, τώρα έχω συνειδητοποιήσει ότι έχω καρκίνο και το πιθανότερο είναι να πεθάνω. Να μη δώσει ο Θεός στον άνθρωπο όσα μπορεί να αντέχει...».
Καπνίζετε. Το κάπνισμα απαγορεύτηκε.
«Το πολύ πολύ να πάω να σφάξω κανέναν που το έχει απαγορεύσει. Όποιος θέλει ας το κόψει. Του είπα εγώ να καπνίζει;».
Έχετε ερωτευτεί;
«Έχω ερωτευτεί πολύ και αληθινά και από ανάγκη για συντροφιά. Ο έρωτας έρχεται στον άνθρωπο, του χτυπά την πόρτα, ανοίγει μόνος του και μπαίνει. Έχω ζήσει τον απόλυτο έρωτα, γιατί είναι κάτι αληθινό και εγώ είμαι άνθρωπος αληθινός».
Πιστεύετε στο Θεό;
«Βεβαίως. Για πράγματα που δεν μπορείς ούτε να τα απορρίψεις ούτε να τα επιβραβεύσεις, το μόνο που σου μένει είναι να αφήσεις μία πόρτα ανοιχτή στο βάθος του ορίζοντα μπας και δεις το φως».
Για τη σάτιρα που κάνει ο Λάκης Λαζόπουλος ποια είναι η γνώμη σας;
«H σάτιρα είναι άγιο πράγμα όταν είναι πραγματική σάτιρα. Ο Λάκης είναι φίλος μου και δεν κάνει να μιλάω. Όταν κάποιος είναι φίλος, δεν είμαι αντικειμενικός. Όταν η νεολαία βγήκε στους δρόμους, επηρεάστηκε από τον Λάκη ή από το φόνο των ονείρων... και των παιδιών; Αυτά τα λένε οι ξεφτίλες και ένας ξεφτίλας θα λέει ό,τι θέλει, γιατί ξεφτίλας είναι».
Θεωρείτε ότι η σάτιρα κάνει καλό;
«Η σάτιρα ξυπνάει το λαό όταν υπάρχει μια τηλεόραση που τον κοιμίζει».
Εσείς βλέπετε τηλεόραση;
«Αμέ, βλέπω ό,τι να ’ναι αρκεί να κοιμηθώ».
Διαβάζετε εφημερίδες;
«Ήμουν μανιακός στην ανάγνωση των εφημερίδων. Τώρα που κατάλαβα ότι διαβάζοντας το εξώφυλλο είναι σαν να διαβάζεις τις εσωτερικές σελίδες, πάω στο περίπτερο και ρίχνω μια ματιά».
Ποδόσφαιρο βλέπετε;
«Μα τι να δω! Δεν βλέπεις πόσα δισεκατομμύρια δίνουν για να αγοράσουν έναν παίκτη; Από τον καιρό που κατάλαβα ότι ο Κοσκωτάς είναι ο μικρότερος απατεώνας που γνωρίσαμε, έχω γίνει έξαλλος».
Την αυτοβιογραφία σας θα τη γράφατε;
«Είναι ασήμαντη η βιογραφία μου. Γιατί να γίνει κάτι τέτοιο; Nα γίνουν όλοι φαλακροί; Με τη Βουγιουκλάκη έγιναν όλοι ξανθοί».
Θα αλλάζατε κάτι στη ζωή σας;
«Nαι, να ξανάμπαινα από εκεί που βγήκα. Να μη ζούσα αυτή τη ζωή. Δεν θα πάθαινα τίποτα. Μόνο δύσκολα χρόνια πέρασα».
Χρήματα αποκτήσατε από αυτή τη δουλειά;
«Χρήματα έκαναν οι γύρω μου, όχι εγώ. Εγώ δεν χρειάζομαι χρήματα. Θέλω τα τσιγάρα μου και να φάω και ένα γιαούρτι».
Σας εκμεταλλεύτηκαν;
«Δεν νομίζω ότι με εκμεταλλεύτηκαν. Στη ζωή δίνεις και παίρνεις, λένε. Άμα δεν δώσεις, δεν σε παίρνει κανείς. Εγώ έχω δώσει πολλά και πήρα την ικανοποίηση ότι έδωσα».