Από την Ελπινίκη Λυμπεροπούλου
Η οικονομική κρίση μπήκε για τα καλά στη ζωή μας. Οι σεναριογράφοι Πάνος Αμαραντίδης, Ρένα Ρίγγα, Σάρα Γανωτή και Άννα Χατζησοφιά σχολιάζουν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο όσα βιώνουμε τους τελευταίους μήνες, μέσα από τις ιστορίες που έγραψαν για το Λοιπόν.«Η κρίση και οι σεναριογράφοι» από τη Ρένα Ρίγγα
«Η κρίση και οι σεναριογράφοι είναι σαν τα μήλα με την κανέλα. Ταιριάζουν γευστικά. Σαν τις καμήλες με την έρημο. Είναι το φυσικό τους περιβάλλον. Σαν την Ελληνίδα με την πιστωτική της κάρτα. Έχουν σχέση εξάρτησης. Πάντα οι σεναριογράφοι ζούσαμε μέσα στην κρίση. Έτσι, η καινούργια που έπιασε απ’ το λαιμό τους πάντες, μας βρήκε σαν τα ψάρια στο νερό.
Γιατί πείτε μου κάποιον λογικό άνθρωπο που θα έπαιρνε τη μια χρονιά βραβείο και την άλλη θα έμενε άνεργος, να κυνηγάει μήπως πάρει τα λεφτά της πετυχημένης του χρονιάς. Πείτε μου έναν χριστιανό που θα μπορούσε να συζητά μια ολόκληρη μέρα για να πείσει τους εργοδότες του ότι ο ήλιος ανατέλλει από την ανατολή. Που σαν το Σίσυφο κάθε χρόνο θα κουβαλούσε ως την κορυφή του βουνού την επιτυχία του, για να κατρακυλήσει πάλι, και ξανά να προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι αυτός ο ίδιος ο περσινός, ο εαυτός του. Που θα τον έκριναν ακόμη και οι καρέκλες σ’ ένα πλατό, που θα τον καταδίκαζαν στο πυρ το εξώτερο έτσι και δεν πήγαινε καλά μια τόσο συλλογική δουλειά και που θα τον βασάνιζαν ηθοποιοί, παραγωγή, σκηνοθέτες και σταθμός κάθε μέρα. Όχι πείτε μου, τι να μας κάνει εμάς η κρίση, εμείς είμαστε από χρόνια μέσα σε κρίση, απλώς θα πρέπει να μάθουμε γερμανικά για να την αντιμετωπίσουμε αυτή τη φορά».
«Τουρλού» από τη Σάρα Γανωτή
«Ήταν Κυριακή μεσημέρι, από αυτές τις Κυριακές που λόγω χρόνου πια ήθελε να τα προλάβει όλα. Να πάει από τη μάνα της, που όλο της φώναζε στα τηλέφωνα "πώς αποξενωθήκαμε έτσι, Θεέ μου, πώς", να μάθει τα νέα του αδερφού της, να δει τους φίλους της, να κοιμηθεί, να κοιτάξει το ταβάνι, να μην κάνει τίποτα, να κατεβάσει τα καλοκαιρινά "Ιούνιος μπήκε", να ερωτευτεί, να ξενυχτίσει, να μεθύσει... Από αυτές τις Κυριακές που έρχονται και κάθονται όλες οι σκέψεις σαν απειλή και δεν φεύγουν ούτε με zanax. "Θεέ μου, τι θα κάνω τώρα που απολύθηκα; Oι γονείς μου στην ηλικία μου είχανε βάλει και λεφτά στην άκρη, εγώ η μόνη άκρη που ξέρω είναι ένα μπαράκι στο Γκάζι. Κοίτα μια ρυτίδα! Την κρίση μου μέσα!... Την άλλη μέρα πήγε στην τράπεζα να δει το λογαριασμό της. Μετά από δέκα χρόνια δουλειάς, στα τριάντα πέντε της, κατάφερε να μαζέψει 222 ευρώ, μαζί και οι υπερωρίες. Ποιος είπε για G700; G500 τώρα, ίσως και διακοσίων είκοσι ευρώ. Η Άννα από τότε που μπήκε στην ΑΣΟΕ ήθελε να φύγει από το πατρικό της. Θα της έλειπε το τουρλού της μάνας της, αλλά που να πήγαινε τον γκόμενο; Στο εφηβικό της δωμάτιο με την αφίσα της Μαντόνα; « For you to justify my love»; Τώρα ζει πια μόνη, με τον δέκατο πέμπτο γκόμενο χώρισε, είναι ανεξάρτητη, έχει χάσει πέντε κιλά, τα μαλλιά της είναι ξανθό Νο 52 σαν της Μακρυπούλια, είναι άνεργη και πάμφτωχη. Κι ας τέλειωσε ΑΣΟΕ με άριστα, κι ας δούλευε δέκα ώρες τη μέρα σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας. Στέκεται στη μέση του δρόμου αφηρημένη, από μακριά ακούγονται φωνές διαμαρτυρίας, "να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η βουλή" , το κινητό της χτυπάει σαν δαιμονισμένο, το ψάχνει μέσα στην τσάντα της. "Μαμά;". Μια Δευτέρα πρωί, η Άννα ξαναγύρισε στο πατρικό της... Σε λίγες μέρες θα έρθει κι ο αδερφός της με την οικογένειά του να μείνουν μαζί τους. " Ή θα βγούμε από τα παράθυρα ή θα έρθουμε εκεί" έτσι τους είπε. "Να και σε κάτι που βοήθησε η κρίση τελικά, μας έφερε πάλι κοντά" σκέφτεται" Η μάνα της έρχεται από την κουζίνα "θα έρθεις να φάμε;". "Τι φαΐ έχει;". "Τουρλού!". Όλα τουρλού και κουτουρού, το μπουρδέλο τους μέσα!».
«Ονειρευόταν...» από τον Πάνο Αμαραντίδη
«ΟΝΕΙΡΕΥΟΤΑΝ....Σε δύο χρόνια που θα έπαιρνε σύνταξη ...γιατί με τα νέα μέτρα δε θα πάρει όχι σε δύο αλλά ούτε σε δέκα... θα έφευγε από την Αθήνα, όπου έζησε δουλεύοντας τίμια, και θα πήγαινε να ζήσει σε ένα νησί. Όχι στη Μύκονο ή την Πάρο και όλα αυτά τα διάσημα στέκια των "επωνύμων" αλλά σε ένα νησί της άγονης γραμμής που είχε επισκεφτεί ξανά και ξανά και είχε λατρέψει. Είχε βρει και το οικόπεδο. Ένα κομμάτι γης ψηλά και γύρω το απέραντο γαλάζιο. Με το εφάπαξ που πλήρωνε όλα αυτά τα χρόνια δουλεύοντας τίμια θα έχτιζε το σπιτάκι του...
Και ήρθε η κρίση... Και είπαν σ’ αυτόν, που δούλεψε σχεδόν τριάντα χρόνια τίμια, ότι δε θα πάρει σύνταξη σε δύο χρόνια και ότι η σύνταξη που θα πάρει -όταν θα την πάρει- θα είναι μειωμένη και το εφάπαξ μπορεί να μην το πάρει ποτέ...
Και το όνειρο πάγωσε? Και σκέφτηκε ότι αν ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος, θα είχε πάρει τη σύνταξή του και το εφάπαξ του και θα είχε φύγει και θα είχε κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, και τρελάθηκε. Μα πιο πολύ τρελάθηκε με τη σκέψη που έκανε. Κοίτα πώς μας καταντήσανε, συλλογίστηκε. Να παρακαλάμε να είμαστε μεγαλύτεροι. Κι αυτό είναι τραγικό... Όπως τραγική είναι η μοίρα αυτού του ανθρώπου που εργάστηκε τόσα χρόνια τίμια, για να έρθουν οι άτιμοι να του στερήσουν το όνειρο... Που θα πληρώσει αυτός "που πλήρωνε μια ζωή" την κακοδιαχείριση, τις μίζες και τις ανομίες αυτών που όχι μόνο δεν πλήρωναν αλλά πληρώνονταν κιόλας για να τον "υπηρετούν"!!!
Και φοβάται γι’ αυτά που θα γίνουν γι’ αυτόν χωρίς αυτόν...ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΚΑΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ...».
«Κοκτέιλ από μούστο» από την Άννα Χατζησοφιά
«Η Εύα άνοιξε το παράθυρο και πήρε βαθιά ανάσα. Ο αέρας ήταν δροσερός. Έριξε ένα σάλι πάνω της και κατέβηκε στο κοτέτσι. Οι κότες ποτέ δεν σε συνηθίζουν όταν πρόκειται για τα αυγά τους. Οι μικρές αμυχές στα χέρια ήταν καθημερινή υπόθεση, ειδικά το ράμφος της Λευκής, που έκανε τα δίκροκα, ήταν το πιο αιχμηρό. Αλλά όχι, δεν θα της το ακρωτηρίαζε όπως συνήθιζαν να κάνουν.
Πάλι ομελέτα; γκρίνιαξε ο Πετράκης σπρώχνοντας το πιάτο από μπροστά του...
Εσύ δεν γνώρισες οικονομική κρίση, γι’ αυτό γκρινιάζεις. Έπρεπε να ’σουν, κακομοίρη, στην πείνα του έντεκα, που τρώγανε χυλό και μπομπότα, όσοι είχαν να φάνε δηλαδή, να ’βλεπες εσύ. Αχάριστα παιδιά, έχετε όλα τα καλά και γκρινιάζετε...
Αμάν, βρε μαμά, κάθε μέρα το ίδιο τροπάρι. Συγγνώμη, δηλαδή, που ανήκω σε πιο τυχερή γενιά?
Σηκώθηκε πίνοντας το γάλα μονορούφι και, παίρνοντας το screen-student, βγήκε βροντώντας την πόρτα...
Η Εύα βούρκωσε. Κάθε μέρα χαστούκιζε τον εαυτό της που έγινε σαν τη μάνα της και ξεσπούσε στο παιδί τα δικά της απωθημένα. Φαίνεται το ’χε στο DNA της...
Όταν έφυγε από το σίτι ήταν έγκυος δυο μηνών. Ήταν συχνές οι εγκυμοσύνες εκείνες τις μέρες. Στα κέντρα ομαδικής στέγασης και σίτισης, που είχαν δημιουργήσει τα λαϊκά συνδικάτα, ο έρωτας ήταν μορφή αντίστασης κι εξέγερσης. Όχι, δεν ήξερε τον πατέρα, αλλά καμία δεν τον γνώριζε πια. Τα παιδιά μέχρι τα 12 έμεναν με τις μητέρες και μετά περνούσαν στην Εκκλησία του Δήμου για την εφηβική κατάταξη...
Η κοινωνικοποίηση των δικτύων επικοινωνίας είχε φέρει τα σχολεία και τα μεγάλα πανεπιστήμια σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ακόμα και η αγροτική εκπαίδευση ήταν ζήτημα μόρφωσης...
Τα σπίτια μεταμορφώνονταν σε εκπαιδευτικά κέντρα στοιχειώδους εκπαίδευσης εναλλάξ. Την άλλη βδομάδα η αυλή της Εύας θα στέγαζε είκοσι παιδιά και θα ’πρεπε να τα φροντίσει..
Δεν παραπονιόταν. Είχε ζήσει τα χειρότερα, είχε ζήσει τα καλύτερα χρόνια. Μόνο αυτό, να μην έμοιαζε στη μάνα της και να μπορούσε να χαρεί. Γιατί είχε πολλά να χαρεί... Αναστέναξε και σήκωσε τα μανίκια. Δεν είχε ώρα για νοσταλγίες, τα κορίτσια την περίμεναν στο πατητήρι. Το βράδυ θα έπιναν κοκτέιλ από μούστο. Ήταν σπεσιαλιτέ της το Μουστοπόλιταν!».