Παράλληλα, παρουσιαστής του Ράδιο Αρβύλα τόνισε δε πως τα σχόλιά του για την εκπομπή του Γρηγόρη Αρναούτογλου αναφορικά με την επιλογή των καλεσμένων του δεν είναι προσωπική κόντρα με τον Γρηγόρη, αλλά μία σοβαρή υπόθεση που αφορά όλη την κοινωνία.
Γράφει ο Αντώνης Κανάκης:
Η σάτιρα και κάποιες τοποθετήσεις μέσω του Ράδιο Αρβύλα σχετικά με τη ρητορική μίσους, ρατσισμού, σεξισμού και ομοφοβίας στην τηλεόραση, αποτέλεσαν αφορμή σχολιασμού και συζήτησης από διάφορα μέσα. Υπήρξαν αρκετοί δημοσιογράφοι, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ουσία της υπόθεσης. Υπήρξαν και αρκετοί, που προτίμησαν το θέμα αυτό να το προσεγγίσουν υπό το πρίσμα κάποιας υποτιθέμενης προσωπικής κόντρας. Επειδή την υπόθεση ρητορική μίσους και ρατσισμού στην τηλεόραση, που αφορά πολλούς παραπάνω από ένα ή δύο πρόσωπα, την θεωρώ μία πολύ σημαντική υπόθεση, πολύ σημαντικότερη από όλους μας και ιδιαίτερα επικίνδυνη για την κοινωνία, θα μου επιτρέψετε, στοχεύοντας πάντα την κατάσταση και όχι τα πρόσωπα, να εκφραστώ σχετικά.
Όσοι επιτρέπουν, φιλοξενούν ή προκαλούν τη ρητορική μίσους, ρατσισμού, σεξισμού και ομοφοβίας από την τηλεόραση, συνήθως χρησιμοποιούν στη συνέχεια κάποιους λαϊκισμούς και κάποια καινοφανή – αποπροσανατολιστικά–απλοϊκά επιχειρήματα του τύπου: «δημοκρατία έχουμε, ο καθένας λέει ό,τι θέλει», «δεν θα φιμώσω τους καλεσμένους» κτλ, προκειμένου να υπερασπιστούν τις επιλογές και πράξεις τους. Εύκολα λόγια, που ουδεμία σχέση έχουν με την αλήθεια και την ουσία του θέματος, τα οποία όμως, όπως κάθε λαϊκισμός, ίσως ακούγονται ωραία ή ακόμα και σωστά σ’ ένα πρώτο άκουσμα, από αυτιά που δεν ενδιαφέρονται να εμβαθύνουν και πολύ.
Προσωπικά πιστεύω όμως, ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι...
Πάντα πίστευα πως η δημοκρατία έχει ως θεμέλιο λίθο και βασική προϋπόθεση, για να λειτουργήσει, την παιδεία (όταν αναφέρομαι στην παιδεία, σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρομαι σ’ αυτήν με την έννοια των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων. Έχω γνωρίσει πολλούς και πολύ μορφωμένους ανθρώπους χωρίς ίχνος παιδείας). Η δημοκρατία έχει και πρέπει να έχει κανόνες. Όχι όμως κανόνες που επιβάλλονται, αλλά που πηγάζουν από την παιδεία που θα έπρεπε να υπάρχει. Δημοκρατία χωρίς παιδεία δεν υφίσταται. Προφανώς, κάποιο κομμάτι της κοινωνίας μας μπερδεύει τη δημοκρατία με την ασυδοσία. Την μπερδεύει με μία άμυαλη και παραβατική ελευθεριότητα, απαλλαγμένη από την αρετή και την υποχρέωση της παιδείας και του πολιτισμού.
Η δημοκρατία και η παιδεία θαρρώ πως είναι κυρίως σεβασμός στην ύπαρξη, στα δικαιώματα, στην ελευθερία και στην αξιοπρέπεια του συνανθρώπου μας. Όταν διάφοροι προσβάλλουν βάναυσα και δημοσίως τα δικαιώματα, την ύπαρξη και την αξιοπρέπεια μεταναστών, γυναικών, ομοφυλόφιλων και γενικότερα οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας ή ατόμου, τότε αυτό είναι ο ορισμός του φασισμού και όχι δημοκρατία όπως διατείνονται. Και όταν αυτό συμβαίνει από την τηλεόραση, που είναι το πιο ισχυρό και καθοριστικό μέσο για την κοινωνία, που καθορίζει συνειδήσεις, που δημιουργεί αντιλήψεις και κοινωνικό κλίμα, που υποσυνείδητα και συνειδητά διαπαιδαγωγεί, ειδικά σε χώρες με τεράστια ελλείμματα παιδείας, τότε είναι εγκληματικό.
Πόσο μάλλον στις εποχές μας, που η ρητορική μίσους, ο ρατσισμός, ο φασισμός, οι νεοναζιστικές τάσεις, ο σχολικός εκφοβισμός και οι παραβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακόμα και στο δυτικό κόσμο πλέον και μάλιστα σε μια καθημερινή και πολλές φορές καλά συγκαλυμμένη πρακτική, έχουν πάρει διαστάσεις επιδημίας και όχι τυχαία.
Ειδικότερα και σε ό,τι αφορά τα παραπλανητικά επιχειρήματα περί «φίμωσης των καλεσμένων», περί «ελευθερίας των εκπομπών να καλούν όποιον επιθυμούν», περί «φασισμού σε περίπτωση που αποκλειστούν κάποιοι καλεσμένοι», θα ήθελα να σημειώσω τα εξής:
Φυσικά και είναι ελεύθερη επιλογή το ποιον θα καλέσει η εκάστοτε εκπομπή. Αυτό ακριβώς! Επιλογή! Όπως κάθε εκπομπή έχει την επιλογή να καλέσει κάποιον, έτσι έχει και την επιλογή να μην τον καλέσει. Δεν επιβάλλει κανένας κανένα από τα δύο σενάρια. Πολλούς δεν έχουν καλέσει μέχρι σήμερα οι διάφορες εκπομπές, αυτό όμως δεν γίνεται αντιληπτό ως αποκλεισμός ή ως φασισμός, αλλά ως επιλογή. Τώρα με ποια κριτήρια γίνονται αυτές οι επιλογές, αυτό είναι αναμβισβήτητα το ουσιαστικό. Δυστυχώς, σε κάποιες περιπτώσεις τα κριτήρια αυτά είναι συνήθως ένα: η κακώς αποκτούμενη τηλεθέαση.
Άνθρωποι που είναι γνωστοί για τις ρατσιστικές τους απόψεις και παραληρήματα, προσκαλούνται ξανά και ξανά, ενώ είναι εκ των προτέρων γνωστό ακριβώς το τι θα πουν και μάλιστα έντεχνα και υποκριτικά τους τσιγκλίζουν προς την κατεύθυνση να παραληρήσουν και πάλι ρατσιστικά, να προσβάλουν βάναυσα ανθρώπους, δικαιώματα και αξιοπρέπειες, να διατυμπανίσουν ελεύθερα τη ρητορική μίσους και έτσι να καλλιεργήσουν ένα ομοφοβικό, σεξιστικό, ρατσιστικό κλίμα στην κοινωνία. Και αφού τα προκαλέσουν όλα αυτά, στη συνέχεια επικαλούνται τις απόψεις των καλεσμένων τους για τις οποίες δεν φέρουν ευθύνη.
Φυσικά και φέρουν ευθύνη. Είναι κυριολεκτικά συνένοχοι.
Και όλα αυτά γιατί; Μήπως ανεβάσει η όποια εκπομπή την τηλεθέασή της. Για να γίνει ντόρος. Ή για το άλλο, που χρησιμοποιούν σχεδόν ως αξίωμα και απόλυτο άλλοθι, δυστυχώς αρκετοί, το: «γιατί αυτά πουλάνε».
Είναι θλιβερό ότι στη ζυγαριά των τόσο σοβαρών κοινωνικών συνεπειών, οι παραπάνω σκοπιμότητες φαίνεται να κερδίζουν, είτε από αδιαφορία, είτε από άγνοια. Και τα δύο σενάρια είναι το ίδιο επικίνδυνα, ειδικά όταν συνδυάζονται με το πιο ισχυρό μέσο.
Γνωστός τραγουδιστής, για παράδειγμα, φιλοξενήθηκε στην τηλεόραση, αφού είχε ήδη δημιουργηθεί τεράστιο θέμα με ποινικές προεκτάσεις στην Κύπρο, ακριβώς για τη ρητορική μίσους που εξέπεμψε στο ΡΙΚ. Εδώ θα κάνω μια παρένθεση και θα παροτρύνω να διάβασετε ολόκληρη, την εξαιρετική παρέμβαση της επιτροπής δεοντολογίας της Κύπρου, εκεί που τα πράγματα είναι προφανώς πιο σοβαρά από εδώ.
Η παρέμβαση αυτή απαντάει και στο άλλο απλοϊκό επιχείρημα: «θα κρίνει ο κόσμος τα λεγόμενα των καλεσμένων μου» λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Οι θέσεις του ΡΙΚ περί μετάδοσης των πάντων ώστε να αφήνεται στην κρίση των τηλεθεατών και της κοινωνίας, “μιας κοινωνίας που είναι ικανή να απορρίψει ιδέες και απόψεις τις οποίες δεν ασπάζεται και δεν υιοθετεί” είναι και ανεδαφικές και επικίνδυνες για την κοινωνία. Η αντίληψη που εκφράζεται περί της κοινωνίας ως ενός συνόλου ανθρώπων απόλυτα λογικών και ικανών να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό είναι απλοϊκή και εκτός πραγματικότητας και θα πρέπει αυτό να το έχει υπόψη ένας ραδιοτηλεοπτικός σταθμός, και δη δημόσιος. Η κοινωνία αποτελείται από επί μέρους άτομα και ομάδες με ίδιες αντιλήψεις και διαφορετικό βαθμό ικανότητας να ξεχωρίζει το καλό από το κακό και το επιβλαβές. Τα ΜΜΕ, και δη το ΡΙΚ ως δημόσια ραδιοτηλεόραση, έχουν καθήκον να προστατεύουν ομάδες που είναι ευάλωτες ή επιρρεπείς στην προπαγάνδα μίσους. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι η ευθύνη του ΡΙΚ για την παραχώρηση της ευκαιρίας στον κ. Σφακιανάκη να διακηρύξει τις ρατσιστικές και μισαλλόδοξες απόψεις του μεγιστοποιείται από το γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα να μην προβάλει τη ρητορική μίσους, που ήταν αντίθετη όχι μόνο προς τη δημοσιογραφική δεοντολογία, αλλά και ενάντια στο νόμο περί Καταπολέμησης του Ρατσισμού».
Προσωπικά πιστεύω ότι αυτό που η παιδεία και το αίσθημα ευθύνης(που ευτυχώς κάποιοι διαθέτουν) των τηλεοπτικών προσώπων στο σύνολό τους, θα έπρεπε αυτόματα να τους υπαγορεύει, είναι να τοποθετούνται πολύ αυστηρά και κάθετα, το δευτερόλεπτο που αντιλαμβάνονται πως κάποιος καλεσμένος ασκεί ρητορική μίσους, λέγοντάς του: «δεν μπορώ να επιτρέψω σε κανέναν, μέσα από το τηλεοπτικό βήμα που του προσφέρω και το οποίο δανείζομαι από την κοινωνία έχοντας ευθύνη γι’αυτό, να ασκεί ρητορική μίσους, να προσβάλλει και να καταπατά τα δικαιώματα των συνανθρώπων μας και τις αξιοπρέπειές τους, να διαδίδει ρατσιστικά ή ομοφοβικά μηνύματα. Γι΄αυτό ή σταματάει τώρα η προπαγάνδα μίσους ή σταματάμε την κουβέντα μαζί σου».
Γιατί πολύ απλά, είναι καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλο αυτό. Είναι τοξικό και δηλητηριάζει την κοινωνία. Έχει αποδεδειγμένα τεράστιες και πολύ σοβαρές συνέπειες που οδηγούν στη δυστυχία και στην κακοποίηση πολλών κοινωνικών ομάδων και, αν δεν γίνεται αντιληπτό το πόσο ανήθικο, απάνθρωπο, επικίνδυνο είναι, αποτελεί σίγουρα και ποινικό αδίκημα, τουλάχιστον στις σοβαρές χώρες.
Βέβαια όλα αυτά είναι προτιμότερο να τα υπαγορεύει η παιδεία, γιατί αποτελεί μεγάλη ήττα για μία κοινωνία να πρέπει να επιβάλλονται ποινικά, αυτά τα αυτονόητα στοιχεία πολιτισμού και ανθρωπιάς.
Στην Αμερική, για παράδειγμα, οι συνέπειες για ένα από τα πρώτης γραμμής talk shows (γιατί μόνο σε άλλης κατηγορίας προγράμματα στην Αμερική μπορεί να συναντήσεις τέτοια φαινόμενα), που υποθετικά θα φιλοξενούσε ρητορική μίσους, θα ήταν ακαριαίες και ιδιαίτερα σοβαρές, ακόμα κι αν το περιστατικό ήταν σε ένταση και ακρότητα υποδεέστερο των αντιστοίχων που έχουμε παρακολουθήσει στη χώρα μας. Το ίδιο το κανάλι το οποίο φιλοξενούσε την εκπομπή θα την έπαυε άμεσα από μόνο του κι αν αυτό δεν συνέβαινε, τότε θα το απαιτούσαν πολλές οργανώσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολύ σύντομα, από μία και μόνο εξαπόλυση ρατσιστικών και ομοφοβικών μηνυμάτων, η εκπομπή αυτή θα σταματούσε. Αν δε παρ’ ελπίδα συνέχιζε, όλοι οι πρωτοκλασάτοι ηθοποιοί και καλλιτέχνες θαμποϊκοτάριζαν την εκπομπή αυτή ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Όλα αυτά βέβαια σε χώρες που δεν αστειεύονται με θέματα όπως ο ρατσισμός, η ομοφοβία, ο σεξισμός, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο ρόλος των ΜΜΕ και ιδίως της τηλεόρασης, σ’ όλα αυτά.
Ψιλά γράμματα θα μου πείτε, τη στιγμή που κομμάτι της τηλεόρασης στην Ελλάδα εμφανίζεται όχι μόνο να μην θέλει να σταματήσει την άσκηση της ρητορικής του μίσους, αντιθέτως γι’ αυτό καλεί αυτούς που καλεί και αυτοί γι’ αυτό πηγαίνουν.
Ο ρόλος αυτού του τόσου ισχυρού μέσου που λέγεται τηλεόραση δεν είναι (ή δεν θα έπρεπε να είναι) να πατάει, να εκμεταλλεύεται και να διαιωνίζει τις παθογένειες μιας κοινωνίας, αλλά να τις εξαφανίσει με τον τρόπο του. Να πηγαίνει την κοινωνία μπροστά και όχι πίσω στο σκοταδισμό.
Κι αν τίποτα από αυτά δεν αγγίζουν κάποιους... από ανθρωπιά τι γίνεται; Πώς πάμε από ανθρωπιά;
Είναι ωραίο, είναι ανθρώπινο για τους συνανθρώπους μας, για τουςομοφυλόφιλους, για παράδειγμα, να κάθονται και να παρακολουθούν εκπομπές, στις οποίες κάποιοι τους ξεφτιλίζουν, τους προσβάλλουν αισχρά, αναφέρονται σ’ αυτούς σαν να είναι το κατακάθι ή η ασθένεια της κοινωνίας; Είναι ανθρώπινο να ζουν σε μια κοινωνία που ένα μεγάλο κομμάτι της τους μισεί ή τους απεχθάνεται, εξαιτίας μιας απολύτως αβάσιμης και ανεγκέφαλης προκατάληψης-αντίληψης, μίσος και προκατάληψη που καλλιεργείται και από την τηλεόραση;
Μπαίνουμε στη θέση τους; Σκεφτήκαμε ποτέ πώς νιώθουν τόσοι πολλοί άνθρωποι, όταν ακούνε αυτά που ακούνε από διάφορες εκπομπές για την ύπαρξή τους; Άνθρωποι που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παιδιά αυτών που εμπλέκονται στις εν λόγω εκπομπές. Πόσο δύσκολη ήδη είναι και γίνεται επιπλέον η ζωή τους; Πόσο χάνουν κάθε ελπίδα να ωριμάσουν πλέον οι κοινωνίες και να ζήσουν και αυτοί με σεβασμό ως ισότιμα μέλη μιας κοινωνίας, όταν παρακολουθούν την τηλεόραση, το ισχυρότερο μέσο, να συνεχίζει ασταμάτητα και με μεγαλύτερη ένταση, να εκπέμπει μίσος εναντίον τους;
Σκεφτόμαστε τον εκφοβισμό, την κακοποίηση, ψυχολογική και σωματική, που δέχονται καθημερινά τόσοι άνθρωποι;
Τι είναι οι ομοφυλόφιλοι; Τηλεοπτικό παιχνίδι είναι; Να ερωτάται ο κάθε ρατσιστής ή ο οποιοσδήποτε, τι πιστεύει γι’ αυτούς; Ποιος δίνει στην τηλεόραση το δικαίωμα να νομίζει ότι πρέπει να επικυρώνει ο κάθε ομοφοβικός την ύπαρξή τους; Τι είναι; Φαγητό είναι ή καμιά ταινία που ο καθένας θα πει πώς του φάνηκε;
Άνθρωποι είναι κι εκεί μπαίνει τελεία! Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τους υβρίζει, να αμφισβητεί και να μην σέβεται τα δικαιώματά τους. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τους εγκρίνει ή όχι!
Εκπομπές που εγκρίνουν και απορρίπτουν ανθρώπους! Που καταδικάζουν ζωές και ανθρώπινα δικαιώματα το 2016! Απίστευτο!
Καλώς ή κακώς, συγκεκριμένοι άνθρωποι, από διάφορες θέσεις, μπροστά και πίσω από τις κάμερες, αλλά και από διοικητικά πόστα, κρατάνε αυτό το μέσο και τη δύναμή του στα χέρια τους και παραδόξως κάποιοι από αυτούς συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν ιδέα για το ρόλο που παίζει αυτό το αδιανόητα ισχυρό όπλο κοινωνικής επιρροής, ή σαν να αδιαφορούν πλήρως για τις προεκτάσεις του, οι οποίες είναι πολύ σοβαρότερες από την όποια φήμη, λεφτά, νούμερα τηλεθέασης και ό,τι τέλος πάντων φαίνεται να ενδιαφέρει ένα κομμάτι της συγκεκριμένης κοινότητας. Η ενημέρωση αυτή και το ενδιαφέρον αντί της αδιαφορίας προφανώς αποτελεί υποχρέωση των ανθρώπων της τηλεόρασης.
Ας ελπίσουμε ότι η τηλεόραση και οι άνθρωποί της στο σύνολό τους δεν θα φερθούν όπως οι πολιτικοί, οι οποίοι κάνουν τα τέρατα που κάνουν και μετά με προσβλητικά για τη νοημοσύνη μας και λαϊκίστικα επιχειρήματα, προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, επιμένοντας στα τέρατα αυτά.
Ας ελπίσουμε πως θα υπάρξει σκέψη και αλλαγή.
Είναι μια καλή στιγμή να σταματήσουμε τώρα αυτήν την επικίνδυνη τηλεοπτική συνήθεια της ρητορικής του μίσους, η οποία έχει πάρει πολύ, με μια απίστευτη ελαφρότητα, επικίνδυνες διαστάσεις. Ελπίζω δε ότι δεν θα σταματήσει με έξωθεν παρεμβάσεις και απαγορεύσεις, που ούτε αυτές βέβαια βλέπω στον ορίζοντα, αλλά θα σταματήσει εκ των έσω. Όχι με απαγορεύσεις, αλλά με συνείδηση, σοβαρότητα, ανθρωπιά και παιδεία. Έχουμε υποχρέωση να το κάνουμε.
Η τηλεόραση, αν το θελήσει, μπορεί σταδιακά να βάλει ένα τέλος σε όλων των ειδών τις ρατσιστικές αντιλήψεις της κοινωνίας, ή, αν το θελήσει, μπορεί να διαιωνίσει και να γιγαντώσει τις αντιλήψεις αυτές.
Για να δούμε τι θα κάνει...
Για να δούμε αν θα σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων...»