Οι καλλιτέχνες έχουν πολλά ταλέντα και πολλές φορές δραστηριοποιούνται σε πολλούς τομείς της Τέχνης με εξαιρετική επιτυχία. Ολοι ωστόσο έχουν και αδυναμίες... Ενας από τους γνωστότερους Ελληνες δημιουργούς στον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, μάλλον επιβεβαίωσε αυτόν τον κανόνα, στην διαφήμιση που δημιούργησε πρόσφατα για εταιρεία γαλακτοκομικών.
Η ίδια η διαφήμιση είναι σίγουρα διαφορετική από αυτές που έχουμε συνηθίσει για τέτοια προϊόντα. Ακόμη όμως και με τρόπους δεν θα περίμενε κανείς, καθώς αποκάλυψε -εφόσον είναι ο ίδιος που έγραψε το χαρτί που κρατάει στη διαφήμιση- τις αδυναμίες του στην γλώσσα.
Η φωτογραφία «μιλάει» από μόνη της για τα «ατημέλητα» ελληνικά που θα έκαναν τα «μαλλιά» ενός καθηγητή στο σχολείο να πέσουν. Από την άλλη πλευρά, τα λάθη αυτά ίσως φέρνουν τον διάσημο καλλιτέχνη πιο κοντά στο κοινό του, το οποίο μπορεί να ταυτιστεί μαζί του και με τις αδυναμίες του.
Πάντως, το έχει παραδεχθεί και ο ίδιος, σε δηλώσεις του: «Είχα νομίζω, πολλή φαντασία. Τουλάχιστον αυτό λέγανε στη μάνα μου. Πολλή φαντασία και πολύ ανορθόγραφος. Είναι δύο στοιχεία που ακόμα κρατάω».
Βέβαια, τόσος κόσμος εργάστηκε για τη συγκεκριμένη διαφήμιση (όπως φαίνεται στο making of)κάποιος θα έπρεπε να ξέρει κάπως καλύτερα ελληνικά για να «σώσει» την κατάσταση, αλλά ίσως δεν τόλμησε να το σχολιάσει.
Σε κάθε περίπτωση, για να αποφευχθούν επόμενα λάθη, είτε δικά του είτε στα έργα του, μπορούμε να θυμίσουμε ότι σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη:
ατημέλητος -η -ο [atimélitos] Ε5 : (για πρόσ. και εμφάνιση προσώπου) αφρόντιστος, απεριποίητος: Aτημέλητο ντύσιμο. Πίσω απο το ατημέλητο παρουσιαστικό της μάντευε κανείς μια σπάνια ομορφιά.
[λόγ. < αρχ. ἀτημέλητος]
καθώς και
μαλλί το [malí] Ο43 : 1α. το τρίχωμα των ζώων και ιδίως αυτό που ύστερα από ειδική επεξεργασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή υφασμάτων ή πλεχτών: ~ από πρόβατο / από κατσίκα. Φυσικό / συνθετικό ~. Tα πρόβατα μας δίνουν το κρέας, το γάλα, το ~ και το δέρμα. ΦΡ έβγαλε η γλώσσα μου ~, μάλλιασε, βαρέθηκα να μιλώ προσπαθώντας να πείσω κπ. ΠAΡ Πήγε για ~ και βγήκε κουρεμένος, για επιδίωξη που όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται αλλά συνοδεύεται και από απώλειες. || (επέκτ.) το χνούδι ορισμένων φυτών ή καρπών. β. κλωστή από κατεργασμένο μαλλί που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πλεχτών: Λεπτό / χοντρό ~. Aγνό παρθένο ~. Aγόρασε ~ για να πλέξει ένα πουλόβερ. ΦΡ γίναμε μαλλιά κουβάρια (με κπ.), για μεγάλο καβγά. 2α. (συνήθ. πληθ.) το τρίχωμα που υπάρχει στο επάνω και πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού: Mαλλιά ίσια / σγουρά / μαύρα / ξανθά / γκρίζα. Άσπρα μαλλιά, και ως ένδειξη μεγάλης ηλικίας. Λίγα / πλούσια / μακριά / κοντά μαλλιά. Φυτρώνουν / πέφτουν τα μαλλιά κάποιου. Λούζω / χτενίζω / βάφω / κόβω τα μαλλιά μου. Δένει τα μαλλιά της με μία κορδέλα. Θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα, ως απειλή. Mαλλιά σαν μετάξι, μαλακά, απαλά. Mαλλιά χρυσαφένια ή σαν χρυσάφι, για το χρώμα τους. Mαλλιά σαν του σκαντζόχοιρου, πολύ σκληρά και όρθια. || Mαλλιά αγγέλου, είδος φιδέ. || Tης γριάς το ~ / ~ της γριάς, είδος γλυκίσματος από καμμένη ζάχαρη. ΦΡ τα μαλλιά της κεφαλής μου, για μεγάλο χρηματικό ποσό· ΣYN ΦΡ τα μαλλιοκέφαλά μου: Πληρώνω / ξοδεύω / χρωστάω τα μαλλιά της κεφαλής μου. τραβάω* τα μαλλιά μου. κτ. είναι τραβηγμένο* από τα μαλλιά. σαν της τρελής τα μαλλιά*. αρπάζω (την ευκαιρία κτλ.) από τα μαλλιά, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία για να αποκτήσω κτ. πιαστήκαμε ~ με ~, για μεγάλο καβγά. μου έπεσαν τα μαλλιά, για κτ. πολύ παράξενο, παράδοξο που πέφτει στην αντίληψή μου: Mου έπεσαν τα μαλλιά, όταν άκουσα τα νέα. ΠAΡ Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, για άνθρωπο που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση και προσπαθεί να σωθεί με ανώφελες ή απεγνωσμένες ενέργειες. β. (οικ., στον εν.): Είχε ένα ~ μακρύ μέχρι τη μέση. Ωραίο ~! Mε γεια το ~, για κπ. που πρόσφατα έχει κόψει ή έχει χτενίσει τα μαλλιά του. 3. (λαϊκ.) χρήματα, λεφτά: Kατέβαινε το ~, δώσε μου τα χρήματα. μαλλάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. μαλλούρα* η MΕΓΕΘ.
[μσν. μαλλί(ο)ν υποκορ. του αρχ. μαλλ(ός) `τουλούπα μαλλιού, πλεξούδα΄ -ίον]