Σύμφωνα με τα λεξικά, η εμμονή είναι η σταθερή πίστη σε μια γνώμη, η συνεχής υποστήριξη μιας ιδέας, η ανυποχώρητη πεποίθηση σε κάποια άποψη, στάση ή πρόταση ή κάποιο συγκεκριμένο θέμα τέλος πάντων, όπου το θέμα χωράει τα πάντα: από ιδεολογίες και κοσμοθεωρίες μέχρι γεύσεις και αντικείμενα, κοινώς φετίχ. Στην νεανική καθομιλουμένη θα μπορούσε να μεταφράσει κανείς την εμμονή ως «γενναίο κόλλημα» χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο να δημιουργήσει σοβαρό γλωσσικό ζήτημα. Μικρές εμμονές έχουν όλοι, έστω και κατά διαστήματα, αν θεωρήσουμε ότι βολευόμαστε σε συνήθειες και προτιμήσεις για λίγο ή για όλη τη ζωή, με αποτέλεσμα η υπέρβαση να ακυρώνεται και να μην είναι δυνατόν να ξεπεράσουμε τελικά τα ίδια τα όρια των συνηθειών και προτιμήσεών μας.
Το θέμα είναι μάλλον αβανταδόρικο για συζήτηση, μπαίνει και στο τραπέζι δίπλα σε γεύσεις, μυρωδιές και υφές, γλυκά και αλμυρά ερεθίσματα κι αν συνδυαστεί με αντιδράσεις, γκριμάτσες και συμπεριφορές μπορεί να βγάλει γέλιο και λεπτομέρειες απίστευτες. Ρίξτε το λοιπόν, χαλαρά, με μια εμπειρία ενδιαφέρουσα, ει δυνατόν πικάντικη και με χιούμορ, με κάτι που κι εσείς κολλήσατε όπως εγώ μήνες τώρα, στο σορμπέ μάνγκο.
Αυτή είναι η τελευταία δική μου εμμονή (κι όχι δεν είναι η μόνη, όμως κάνει για μονόλογο), είναι γευστική, έχει άρωμα, σούπερ χρώμα και αποδεικνύεται παντός καιρού. Δεν ήταν καλοκαιρινό καπρίτσιο, το ομολογώ, παρότι ωραία μας δρόσιζε η ελαφριά του γευστικότητα τις καυτές μέρες, οι μπαλίτσες έλιωναν πότε στο τραπέζι και πότε στο μπολάκι ανά χείρας με τα πόδια να πλατσουρίζουν στο νερό. Μια χαρά τα κατάφερε επίσης τις νύχτες δίπλα στο τζάκι εκ του ασφαλούς η δροσιά του, κι εξίσου καλά στάθηκε στο πλαϊνό της μπανιέρας για καυτό μπάνιο-εξαίρεση στην καθημερινή βιασύνη, με τη μουσική πιο δυνατά και τους αφρούς να ξεχειλίζουν δίπλα στο κουτάλι. Μετρίασε συχνά με στωϊκότητα τις ειδήσεις-καταπέλτης και κούλαρε τις κρίσεις μπροστά στα τηλεοπτικά παράθυρα, ήρθε με τον πρωϊνό καφέ στο κρεβάτι κάποιες τεμπέλικες Κυριακές αλλά και έγινε το μοναδικό βραδινό, αγκαλιά -με ένα γάντι για να μην παγώνει το χέρι, ολόκληρη η συσκευασία των 700 γραμμαρίων.
Το σορμπέ μάνγκο υπάρχει ανεξαιρέτως στο ψυγείο, σε μια ή δυο μεγάλες συσκευασίες και έχει σώσει με την αξιοπρέπειά του απρογραμμάτιστες φιλικές συνάξεις, όταν δεν υπήρχε χρόνος να φτιαχτεί γλυκό ή όλες και σχεδόν όλοι κάναν δίαιτα και μόνον κάτι ελαφρύ κι ολιγοθερμιδικό επιτρεπόταν να συνοδεύσει τις λιγότερες ενοχές.
Παίζει ακόμη σε διπλό ταμπλό: κάνει για επιδόρπιο και ως τέτοιο πάει τρελά με σπιτικό μαμαδίστικο βύσσινο, ένα κουταλάκι κόκκινο δράμα ξεπετάει τη φωτεινότητα του χρώματος, κάνει όμως και για ενδιάμεση σφήνα σε δυο διαφορετικά πιάτα, για να αλλάξει η γεύση και η μετάβαση να διαθέτει άποψη και χαρακτήρα.
Φυσικά τού πάει πολύ, μέχρι θανάτου, η φρέσκια μέντα, που δημιουργεί απολαυστικό κοντράστ, βγάζει ένα μικρό τσίμπιμα στη γλώσσα και πραγματικά απογειώνει τη δροσιά του. Αν μάλιστα ρίξετε δίπλα στη μπάλα του σορμπέ ένα σφηνάκι παγωμένη βότκα, ετοιμαστείστε για επανάληψη της επανάληψης και μετά, μόνο το περίγειο θα βρίσκεται στην ίδια τροχιά μαζί σας.
Τί εμμονή! Ω, ναι, και βέβαια δεν θα ήταν σοβαρό κόλλημα αν εξαντλούνταν σε οποιοδήποτε σορμπέ, γιατί περιττό να θιχτεί πως μάλλον έχω δοκιμάσει τα περισσότερα έτοιμα σορμπέ μάνγκο της αγοράς (όσα γινόταν δηλαδή και όσα μούτυχαν) και κατέληξα στο ένα που μου αρέσει, της Δωδώνης, γιατί ενώ είναι σούπερ αρωματικό, δεν είναι υπερβολικά γλυκό.
Γι’ αυτό, δράττομαι της ευκαιρίας να μεταφέρω την ιδέα, για να σας πω ότι τέτοιες γευστικές εμμονές πολύ βολεύουν κι αν κάτι ανάλογο σας εμπνέει και σας φτιάχνει, υιοθετήστε το για μόνιμο μπακάπ και χρησιμοποιήστε το στο τραπέζι σαν ατού.
Η συνταγή είναι απλή: Bάζετε 1 μπαλίτσα, αν μιλάμε για σορμπέ-σφήνα, 2 για επιδόρπιο ή περισσότερες αν πρόκειται -καλή ώρα- για εμμονή, σε όποιο μπολ ή ποτήρι σας αρέσει και καπάκι τα φρέσκα φυλλαράκια μέντας.
Για περισσότερες συνταγές και συμβουλές αλά Pandespani πατήστε εδώ.