Μια φορά κι έναν καιρό ένας πλούσιος επιχειρηματίας ανέθεσε σε έναν αρχιτέκτονα τη διακόσμηση του σπιτιού του. Εκείνος προχώρησε σε ριζικές αλλαγές: πέταξε όλα τα παλιά έπιπλα και αντικείμενα και σχεδίασε εκ νέου τα πάντα, ακόμα και τις ταπετσαρίες, τα χαλιά και τα ρούχα των ιδιοκτητών ώστε να αποτελούν ένα αρμονικό, ενιαίο σύνολο. Το αποτέλεσμα ήταν αξιοθαύμαστο. Αργότερα, στη διάρκεια μιας γιορτής που οργάνωσε ο πλούσιος επιχειρηματίας για τα γενέθλιά του, δέχτηκε από τη γυναίκα του και τα παιδιά του πολλά δώρα που του άρεσαν πολύ. Δεν άργησε, όμως, να φτάσει ο αρχιτέκτονας για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ο κύριος του σπιτιού τον υποδέχτηκε με χαρά, όμως ο αρχιτέκτονας βλέποντάς τον χλόμιασε: «Τι παντόφλες είναι αυτές που φοράτε;» αναφώνησε.
Ο επιχειρηματίας κοίταξε έντρομος τις κεντητές του παντόφλες και ανάσανε με ανακούφιση. «Και όμως εσείς ο ίδιος τις έχετε σχεδιάσει. Ξεχάσατε τόσο γρήγορα;» «Βεβαίως», φώναξε ο αρχιτέκτονας, «αλλά για την κρεβατοκάμαρα! Εδώ χαλάνε τελείως την ατμόσφαιρα και δεν ταιριάζουν χρωματικά!» Τότε ο ιδιοκτήτης συνειδητοποίησε πόσο δυστυχής θα είναι σε αυτό το τέλειο σπίτι-έργο τέχνης, όπου τίποτα δεν μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει γιατί θα αλλοίωνε την καλλιτεχνική του αξία. Με αυτή την καυστική, σατιρική ιστορία ο Adolf Loos ασκούσε κριτική στους σύγχρονούς του αρχιτέκτονες του καλλιτεχνικού κινήματος Secession, της βιεννέζικης δηλ. εκδοχής της Art Nouveau στις αρχές του 20ού αιώνα, που είχε σαν κύριο χαρακτηριστικό την υπερβολική διακόσμηση. Ο Adolf Loos, γιος λιθοξόου, γεννήθηκε στο Brno της Μοραβίας το 1870 και σπούδασε αρχιτεκτονική στη Δρέσδη. Σε ηλικία 23 χρονών ταξίδεψε στις ΗΠΑ με σκοπό να επισκεφθεί μια διεθνή έκθεση στο Σικάγο. Εντυπωσιάστηκε από τα πρωτοποριακά επιτεύγματα και παρέμεινε τρία χρόνια, κάνοντας διάφορα επαγγέλματα καθώς δεν μπόρεσε να εργαστεί σαν αρχιτέκτονας. Επιστρέφοντας στη Βιέννη, ο Loos ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σχεδιάζοντας εσωτερικούς χώρους και αρθρογραφώντας σε εφημερίδες για ένα ευρύ κύκλο θεμάτων γύρω από την αισθητική και την αρχιτεκτονική.
Η παραμονή του στην Αμερική επηρέασε καταλυτικά τις ιδέες και το έργο του. Υιοθέτησε ένα λιτό και αυστηρό στιλ, πολεμώντας με πάθος τις διακοσμητικές υπερβολές της εποχής του. Το 1908 έγραψε το δοκίμιο «Διακόσμηση και Εγκλημα», το οποίο έκανε μεγάλη αίσθηση και θεωρείται ένα πρώιμο μανιφέστο της αφαιρετικής μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Στο έργο του συνδύασε στοιχεία από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τον κλασικισμό: οι προσόψεις των κτιρίων είναι συχνά συμμετρικές, με μια αυστηρή κλασική μνημειακότητα, ενώ οι εσωτερικοί χώροι διακρίνονται για την άνετη απλότητά τους που παραπέμπει στα παραδοσιακά σπίτια. Δημιουργούσε πολυτελείς χώρους χρησιμοποιώντας υλικά όπως μάρμαρο, ξύλο και γυαλί, θεωρώντας ότι η ιδιαίτερη υφή των φυσικών υλικών αποτελεί από μόνη της ένα μοναδικό διακοσμητικό στοιχείο.
Ο Loos ανέπτυξε ένα σύστημα σχεδιασμού το οποίο ονόμαζε Raumplan, δηλαδή «σχέδιο χώρων». Πρόκειται για μια πολύπλοκη μέθοδο σύμφωνα με την οποία το σπίτι δεν αποτελείται από τυποποιημένους ορόφους, αλλά από πολυεπίπεδους χώρους με διαφορετικά ύψη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατοικία Muller στην Πράγα. Το σαλόνι έχει μεγάλο ύψος, η τραπεζαρία βρίσκεται σε υπερυψωμένο επίπεδο, ενώ διάφορες σκάλες δεξιά και αριστερά οδηγούν στους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολύπλοκο, τρισδιάστατο παζλ χώρων το οποίο όμως δεν αντανακλάται στην εξωτερική όψη της κατοικίας που είναι στιβαρή, ορθογωνική και βαμμένη σε λευκό χρώμα. Ενα κτίριο που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις υπήρξε ο οίκος ανδρικής μόδας Goldman & Salatsch στο κέντρο της Βιέννης, απέναντι από τα ανάκτορα του Hofburg. Είναι ένα γωνιακό κτίσμα τριών όψεων σε αυστηρή κλασική μορφή. Σύμφωνα με τα κλασικά πρότυπα διαρθρώνεται σε βάση, κορμό και στέψη. Το εμπορικό κατάστημα καταλάμβανε το ισόγειο και τον ημιώροφο και ήταν επενδυμένο με ένα εντυπωσιακό πράσινο μάρμαρο από την Εύβοια. Την είσοδο τόνιζαν τέσσερις μαρμάρινοι κίονες. Στους ορόφους βρίσκονταν διαμερίσματα και η όψη τους ήταν λιτή με λευκό σοβά. Αυτή η έλλειψη διακόσμησης στις όψεις ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και τελικά βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση για να ολοκληρωθεί το κτίριο. Ο αρχιτέκτονας προσέθεσε σε κάθε παράθυρο μια μπρούντζινη ζαρντινιέρα με λουλούδια! Το κτίριο αυτό φανερώνει την επίδραση που είχε ασκήσει στην αρχιτεκτονική του η παραμονή στην Αμερική, όπως επίσης και οι ουρανοξύστες του Σικάγο.
Ο Loos χρησιμοποίησε τα νέα υλικά και τις σύγχρονες τεχνολογίες. Αξιοποίησε τις δυνατότητες του οπλισμένου σκυροδέματος και σχεδίασε κτίρια με κλιμακωτές βεράντες. Ετσι, ενώ η πρόσοψη ενός κτιρίου του εμφανίζεται συμπαγής, αυστηρή και συμμετρική, η πίσω όψη προς τον κήπο είναι πιο ανάλαφρη με βεράντες και μεγάλα ανοίγματα. Η αξιοποίηση, όμως, των νέων υλικών δεν τον οδήγησε σε ριζοσπαστικές λύσεις, όπως π.χ. έκαναν αργότερα άλλοι αρχιτέκτονες που χρησιμοποίησαν το φέροντα οργανισμό από μπετόν σαν μορφολογικό στοιχείο. Συχνά, μάλιστα, έδειχνε την προτίμησή του σε παραδοσιακά υλικά, όπως στην εμφανή πέτρα στο σπίτι του ντανταϊστή ποιητή Tristan Tzara στο Παρίσι.
Αρκετές πρωτοποριακές ιδέες του, όμως, παρέμειναν στα σχέδια χωρίς να υλοποιηθούν. Το 1922, η αμερικανική εφημερίδα Chicago Tribune προκήρυξε ένα διεθνή διαγωνισμό για την κατασκευή ενός ουρανοξύστη που θα στέγαζε τα γραφεία της. Ο Loos συμμετείχε με μια πρωτότυπη, εμβληματική μελέτη-λύση: έναν ουρανοξύστη επενδυμένο με γυαλιστερό, μαύρο γρανίτη στη μορφή ενός αρχαίου ελληνικού κίονα. Ο δωρικός ρυθμός εδώ δεν υιοθετείται ως διακόσμηση αλλά ως έκφραση της απόλυτης μορφής. Η δωρική μορφή, μάλιστα, μεγεθύνεται στο μέγιστο βαθμό, αντλώντας από τη νέα τεχνολογική και πλαστική ιδιοσυγκρασία του ψηλού κτιρίου. Αλλο ένα σχέδιό του που επίσης δεν υλοποιήθηκε αφορά μια κατοικία για τη διάσημη Αμερικανίδα τραγουδίστρια και χορεύτρια Josephine Baker. Σχεδίασε ένα εντυπωσιακό, μοντέρνο σπίτι με εσωτερική πισίνα και τοιχώματα από γυαλί ώστε να βλέπεις τους λουόμενους σαν να βρίσκονται σε ενυδρείο! Στην πρόσοψη, εναλλασσόμενες μαύρες και άσπρες οριζόντιες λωρίδες τόνιζαν την ιδιαιτερότητα αυτού του πρωτοποριακού σπιτιού. Ο Adolf Loos έζησε μια κοσμοπολίτικη, μποέμ ζωή. Ταξίδεψε εκτενώς και τον απασχόλησαν οι ανατροπές που έφερνε η τεχνολογία και οι σύγχρονες συνθήκες ζωής. Εναντιώθηκε στην υπερβολική διακόσμηση και αναζήτησε μια νέα αρχιτεκτονική γραφή αλλά και ένα μοντέρνο lifestyle.