Οι ορεινοί, παραδοσιακοί οικισμοί της χώρας μας δημιουργήθηκαν ως επί το πλείστον από κυνηγημένους καλλιεργητές του κάμπου που αναζητούσαν ένα ασφαλές, δυσπρόσιτο καταφύγιο για να προστατευτούν από τους Τούρκους κατακτητές. Τα ορεινά χωριά του Πηλίου γνώρισαν μεγάλη οικονομική άνθηση στα τέλη του 18ου αιώνα, χάρη στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας και των εμπορικών σχέσεων με τις χώρες της Δύσης. Τα αριστουργήματα της πηλιορείτικης υφαντουργίας και χειροτεχνίας απέφεραν πλούτο και ευημερία, που αποτυπώθηκε στην κατασκευή εντυπωσιακών αρχοντικών. Χτισμένα από τεχνίτες της Μακεδονίας και της Ηπείρου, ακολουθούν τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική της Βόρειας Ελλάδας. Διαμορφώνεται μια στιβαρή, πέτρινη βάση ορθογωνικής κάτοψης σε σχήμα «Γ» ή «Π», με λιγοστά ανοίγματα και φρουριακό χαρακτήρα. Ο τελευταίος όροφος κατασκευάζεται από ελαφριά υλικά και προεξέχει από το περίγραμμα των λιθόχτιστων λοιπών ορόφων. Αυτό είναι το λεγόμενο «σαχνισί», που έχει ξύλινο σκελετό, γέμισμα από άχυρο για μόνωση και επένδυση από ξύλινα πηχάκια και σοβά. Οι χαρακτηριστικές αυτές προεξοχές, με τα πολλά ανοίγματα και τους φεγγίτες, δημιουργούν μια αξιοπρόσεκτη αντίθεση με την πέτρινη βάση των σπιτιών. Η στέγη διακρίνεται για το μεγάλο της γείσο και καλύπτεται από σχιστόπλακες. Λόγω της μεγάλης κλίσης του φυσικού εδάφους, τα πηλιορείτικα αρχοντικά είναι πολυώροφα, τονίζοντας το μνημειακό ύφος τους. Ενας πέτρινος τοίχος χωρίζει το ισόγειο σε δύο τμήματα. Στο μπροστινό μέρος του, που είναι πλακοστρωμένο, βρίσκεται η είσοδος, η ξύλινη σκάλα που οδηγεί στους ορόφους και ίσως ένα βοηθητικό δωμάτιο. Στο πίσω τμήμα του ισογείου, που είναι υπόγειο λόγω της κλίσης του εδάφους, βρίσκονται οι αποθήκες του σπιτιού.
Στον πρώτο όροφο διατηρείται η ίδια διαίρεση σε δύο τμήματα με το «χειμερινό» -χώρος υποδοχής- μπροστά και τα υπνοδωμάτια πίσω. Στο «χειμερινό» γίνονται οι χειροτεχνικές εργασίες, το κέντημα ή το πλύσιμο. Στον τελευταίο όροφο, τον «καλοκαιρινό», υπάρχει η μεγάλη σάλα, φωτεινή και ευχάριστη, με πολλά παράθυρα και φεγγίτες. Εκεί γίνονταν οι συγκεντρώσεις τις γιορτινές ημέρες, αλλά και η εκτροφή των μεταξοσκωλήκων, που αποτελούσαν τη βάση της πηλιορείτικης οικονομίας. Οι εσωτερικοί χώροι των αρχοντικών αποπνέουν μια ζεστή ατμόσφαιρα που οφείλεται στην εκτενή χρήση του ξύλου: ξυλόγλυπτα ταβάνια, περίτεχνες πόρτες, χωνευτά ντουλάπια, ράφια, κάγκελα κ.ά.
Ψηλοί μαντρότοιχοι ορίζουν μια κλειστή, ιδιωτική αυλή, ενώ βοηθητικά προκτίσματα συμπληρώνουν το κυρίως σπίτι. Τα ορεινά, παραδοσιακά σπίτια της Στερεάς Ελλάδας είναι περισσότερο λιτά και αυστηρά. Πέτρινα, ασοβάτιστα, έχουν επιμελώς λαξευμένα αγκωνάρια στις γωνίες και τα ανοίγματα. Οι πέτρινοι τοίχοι ενισχύονται με ξυλοδεσιές, ξύλινες περιμετρικές ζώνες ανά 70 εκ., απαραίτητες για την αντισεισμική τους προστασία.Το ισόγειο χρησιμοποιείται συνήθως σαν αποθήκη και στάβλος για τα ζώα, ενώ η κυρίως κατοικία βρίσκεται στον όροφο. Εκεί οδηγεί μια εξωτερική, πέτρινη σκάλα που καταλήγει σε ένα στεγασμένο εξώστη, το λεγόμενο «χαγιάτι». Τα εσωτερικά χωρίσματα είναι ελαφριά, από μπαγδατί και αποτελούνται από ξύλινο σκελετό με πηχάκια. Η εσωτερική διαρρύθμιση είναι απλή και στοιχειώδης, χωρίς περιττούς διαδρόμους. Οι στέγες είναι ξύλινες, με κεραμίδι ή επικάλυψη σχιστόπλακας. Λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους, τα σπίτια αυτά συχνά εμφανίζονται πολυώροφα. Ψηλοί μαντρότοιχοι διαφύλασσαν την ιδιωτική ζωή της οικογένειας και εξασφάλιζαν την ασφάλεια από τους επιδρομείς.
Θαυμαστή είναι η αρμονική σχέση των ορεινών οικισμών με τη φύση! Οι επεμβάσεις στο φυσικό έδαφος είναι λιγοστές. Οι δρόμοι ακολουθούν τις ισοϋψείς καμπύλες και τα κτίρια, λόγω της υψομετρικής διαφοράς, εμφανίζονται μονώροφα στη μια πλευρά και πολυώροφα στην άλλη. Οι ψηλές μάντρες, τα χαμηλά προκτίσματα και τα στενά, ακανόνιστα δρομάκια, δημιουργούν ένα ελκυστικό γραφικό σύνολο. Καθώς, μάλιστα, τα σπίτια είναι αμφιθεατρικά διατεταγμένα, το ένα δεν κρύβει το άλλο και όλα έχουν καλό προσανατολισμό, αερισμό και θαυμάσια θέα.