Από τον αρχιτέκτονα Βαγγέλη Σαϊτη
Το πλάσιμο των όγκων, η χρήση μορφολογικών στοιχείων στις όψεις, το σχήμα και το μέγεθος των ανοιγμάτων, όπως και το ύψος είναι στοιχεία που επηρεάζουν την αίσθηση της κλίμακας ενός κτιρίου. Ετσι, μπορεί να φαίνεται πολύ ψηλό αν περιτριγυρίζεται από χαμηλά κτίσματα, ενώ αν γύρω του χτιστούν ακόμα ψηλότερα θα δείχνει χαμηλό. Την αίσθηση της κλίμακας υποβάλλουν γνώριμα στοιχεία όπως είναι οι μπαλκονόπορτες, η επανάληψη των ορόφων κ.ά. Σε οικοδομήματα, όμως, όπως είναι οι γυάλινοι ουρανοξύστες όπου δεν μπορούμε να μετρήσουμε ορόφους, η συγκεκριμένη αίσθηση χάνεται.
Οποιος επισκεφτεί για πρώτη φορά έναν καθεδρικό ναό, θα νιώσει δέος με το μέγεθος του χώρου. Το μεγάλο ύψος, οι επιβλητικοί κίονες, οι πύλες και τα αγάλματα του προσδίδουν τη μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρότητα ενός μνημείου. Συγκρίνοντας την κλίμακά του με το ανθρώπινο σώμα, αναπόφευκτα θα αισθανθούμε μικροί και ασήμαντοι. Αυτή η ιδιαίτερη αίσθηση που δίνουν οι γιγαντιαίες κατασκευές αποτελεί μια πρόκληση για τους μηχανικούς, καθώς θα πρέπει να αντιπαρέλθουν της αντικρουόμενης εικόνας που παρουσιάζουν οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις: από τη μια της αισιοδοξίας που γεννά η τεχνολογική πρόοδος και από την άλλη της απαισιοδοξίας λόγω της εκμηδένισης του ατόμου μέσα στη μάζα. Ενας ουρανοξύστης δεν καλύπτει απλώς την πρακτική
ανάγκη για μέγιστη αξιοποίηση του χώρου, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα ένα σύμβολο οικονομικής ευμάρειας και πολιτιστικής δύναμης. Στη μοντέρνα εκδοχή τους, οι ουρανοξύστες σχεδιάζονται σαν γιγαντιαία γλυπτά ώστε να είναι άμεσα αναγνωρίσιμοι στον ιστό της πόλης.
Στην ελληνική πραγματικότητα, η πρόχειρη και απρογραμμάτιστη εφαρμογή της πολυκατοικίας δημιούργησε ένα αρνητικό κλίμα για την υψηλή δόμηση και μια ρομαντική νοσταλγία για τη μονοκατοικία. Και ενώ αρχικά η οικιστική ανάπτυξη με αραιή και χαμηλή δόμηση φαίνεται φιλική για το περιβάλλον, στην πραγματικότητα δεν είναι. Πάρτε για παράδειγμα έναν παραδοσιακό αιγαιοπελαγίτικο οικισμό. Αποτελείται από μικρά κτίσματα προσαρμοσμένα στην ανθρώπινη κλίμακα, τα οποία δείχνουν ένα ενιαίο, πυκνά υφασμένο σύνολο. Αν τα διαχωρίσετε και τα απλώσετε σε οικόπεδα με μικρό εμβαδόν, τότε θα καταλάβουν μια πολύ μεγαλύτερη έκταση, καλύπτοντας και τους αγρούς που περιέβαλαν τον οικισμό. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ένα ακόμα μειονέκτημα. Θα απαιτηθούν περισσότεροι δρόμοι, άρα θα καλυφθεί μεγάλη επιφάνεια γης με άσφαλτο. Το αποτέλεσμα αυτής της υποθετικής αναδιάταξης των παραδοσιακών οικισμών το βλέπουμε υλοποιημένο στα νησιά του Αιγαίου. Η επιφάνειά τους καλύπτεται συνεχώς από νέα κτίσματα μικρής κλίμακας, τα οποία χτίζονται αραιά μεταξύ τους. Η συνολική εικόνα αλλοιώνει το φυσικό τοπίο, δίνοντας την εντύπωση προαστίων σε ειδυλλιακές αγροτικές εκτάσεις.
Σημαντικό μειονέκτημα των ελληνικών πόλεων και προαστίων είναι η ομοιομορφία. Δεν υπάρχουν εναλλαγές στη δόμηση, στα ύψη και την κλίμακα του χώρου. Μια ελκυστική πόλη οφείλει να συνδυάζει πυκνοδομημένες περιοχές, ελεύθερους χώρους, ψηλά και χαμηλά κτίρια και οπωσδήποτε μνημεία. Τα μνημεία λειτουργούν ως σύμβολα μιας πόλης, βοηθώντας παράλληλα στον προσανατολισμό και στην κατανόηση της δομής της. Τα δημόσια κτίρια, οι εκκλησίες, τα δικαστήρια, τα μουσεία πρέπει να σχεδιάζονται σε μνημειώδη κλίμακα, σε αντιδιαστολή με την ανθρώπινη των κατοικιών. Μια απεριόριστη προαστιακή ανάπτυξη που θα περιλαμβάνει μονοκατοικίες με κήπους, μπορεί να καταντήσει βαρετή και χαοτική αν λείπουν σημεία αναφοράς όπως οι πλατείες, τα σχολεία, τα εμπορικά κέντρα κ.ά.