Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν πλέον η μοντέρνα αρχιτεκτονική είχε καθιερωθεί διεθνώς, άρχισαν να γίνονται φανερές οι αρνητικές πλευρές της. Η έμφαση στη λειτουργικότητα και στην αφαίρεση είχε οδηγήσει σε μονότονα, ομοιόμορφα κτίρια που έμοιαζαν με κουτιά.
New York Five
Τότε, το 1969, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης παρουσίασε σε μία έκθεση το έργο πέντε νέων Αμερικανών αρχιτεκτόνων. Η έκθεση και ο κατάλογος που κυκλοφόρησε έκαναν μεγάλη αίσθηση ανανεώνοντας το ενδιαφέρον του κοινού για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική. Παρουσιάστηκαν σχέδια και μακέτες κτιρίων που έμοιαζαν με λευκά, κυβιστικά γλυπτά, με φανερές τις επιδράσεις από την πρωτοποριακή αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου. O Michael Graves ήταν ένας από τους πέντε αρχιτέκτονες που έγιναν γνωστοί ως ?New York Five?. Ενα από τα έργα του, η κατοικία Hanselmann (1967), θύμιζε τον Le Corbusier. Το κτίριο σχεδιάστηκε σαν ένας λευκός κύβος που προβάλλεται καθώς δημιουργεί αντίθεση με το καταπράσινο περιβάλλον του. Η περαιτέρω μορφολογική επεξεργασία άρχισε να διασπά την αυστηρή γεωμετρία του κύβου δημιουργώντας ένα παιχνίδι όγκων και σχημάτων. Το τελικό αποτέλεσμα έχει μια ασυνήθιστη πολυπλοκότητα και διαφάνεια.
Στροφή στο μεταμοντερνισμό
Σύντομα, όμως, ο Michael Graves άρχισε να απομακρύνεται από τον αυστηρό νεομοντερνισμό και να διερευνά νέες ιδέες. Είναι η εποχή του μεταμοντερνισμού (postmodernism). Στρέφεται στο παρελθόν, στην ιστορική αρχιτεκτονική, αναζητώντας εκεί έμπνευση. Μελετά τον κλασικισμό, το μπαρόκ και τον εκλεκτικισμό και εμπλουτίζει τις συνθέσεις του με μορφολογικά στοιχεία τα οποία αποδίδει με έναν ιδιόρρυθμο, προσωπικό τρόπο. Επανασχεδιάζει τα κλασικά αετώματα, τους κίονες και τα λοιπά μορφολογικά στοιχεία με ένα δικό του αφαιρετικό στιλ, μεγεθύνοντας και παραμορφώνοντάς τα. Χρησιμοποιεί έντονα χρώματα σε τολμηρούς συνδυασμούς, κάνει αναφορές στον κλασικισμό και ταυτόχρονα ανατρέπει τους κανόνες του. Τα κτίρια που σχεδιάζει δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κλασικά, αλλά ούτε μοντέρνα. Είναι ίσως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του μεταμοντερνισμού.
Αναφορές στο παρελθόν
Ο Αμερικανός αρχιτέκτονας Michael Graves γεννήθηκε το 1934 και σπούδασε αρχικά στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, στο Οχάιο, και στη συνέχεια στο Χάρβαρντ. Εμεινε δύο χρόνια με υποτροφία στη Ρώμη γνωρίζοντας από κοντά τον κλασικισμό και την αναγεννησιακή τέχνη. Είναι καθηγητής της αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Συγκρίνοντας τη νεομοντέρνα κατοικία Hanselmann με την κατοικία Plocek που σχεδίασε μια δεκαετία αργότερα (1977), διαπιστώνουμε το βαθύ χάσμα που τις χωρίζει. Η κατοικία Plocek είναι ένα βαρύ, συμπαγές κτίσμα με συμμετρικά στοιχεία που παραπέμπουν σε κλασικές τυπολογίες. Η είσοδος τονίζεται με ένα μνημειώδες πρόπυλο που αποτελεί ένα από τα αναγνωρίσιμα στοιχεία της αρχιτεκτονικής του Graves. Αντί για την ελεύθερη κάτοψη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής με τους ρευστούς χώρους, η κατοικία Plocek οργανώνεται με διακεκριμένα δωμάτια. Στο κέντρο της υπάρχει μια ανάμνηση του αρχαιοελληνικού αιθρίου: ένα κυκλικό άνοιγμα που στεγάζεται με γυάλινη οροφή.
Ο μεταμοντερνισμός σε μνημειώδη κλίμακα
Το κτίριο Portland (1980) αποτελεί ίσως το πρώτο δημόσιο κτίριο μεγάλης κλίμακας που χτίζεται σε μεταμοντέρνο στιλ. Ακολουθεί την κλασική διάρθρωση με βάση, κορμό και κορυφή. Η βάση του είναι στιβαρή, επενδυμένη με γκρίζο γρανίτη. Ο κορμός του κτιρίου είναι ένας κύβος. Η διακοσμητική επένδυση των όψεων δημιουργεί μια μεγαλόπρεπη, μνημειακή εντύπωση καθώς υποβάλλουν την αίσθηση γιγαντιαίων κιόνων. Πρόθεση του Michael Graves ήταν να δημιουργήσει ένα κτίριο-σύμβολο της πόλης, που να μην μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Γι’ αυτόν το λόγο χρησιμοποίησε την υπερβολή, μεγεθύνοντας δραματικά κλασικά μορφολογικά στοιχεία. Στην απόλυτα συμμετρική πρόσοψη δημιουργείται η εντύπωση μιας γιγαντιαίας πύλης εισόδου, ενώ στις πλάγιες όψεις σχηματοποιημένες κορδέλες δίνουν έναν πανηγυρικό χαρακτήρα. Δυστυχώς, η συμβατική μέθοδος κατασκευής του κτιρίου αφαίρεσε τον ποιητικό, ονειρικό χαρακτήρα που αποπνέουν τα σχέδια και οι μακέτες του αρχιτέκτονα.
Πειραματισμός στην κόψη του κιτς
Θα ακολουθήσει ένα πλήθος κτιρίων μεγάλης κλίμακας όπου ο Michael Graves διερευνά με το αναγνωρίσιμο, χαρακτηριστικό ύφος του τυπολογίες και εκφραστικά στοιχεία της ιστορικής αρχιτεκτονικής. Σε αντίθεση με την αυστηρή αφαιρετική γεωμετρία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, αναπτύσσει ένα οργιαστικό «κοκτέιλ» από ποικίλες αναφορές σε τολμηρά, έντονα χρώματα. Σχεδιάζοντας ένα συγκρότημα ξενοδοχείων για την Ντίσνεϊλαντ, ο Michael Graves άγγιξε τα όρια του κιτς. Διακόσμησε τη συμμετρική πρόσοψη του ξενοδοχείου με δύο γιγαντιαία αγάλματα κύκνων και δύο κοχύλια. Ενα άλλο κτίριο γραφείων της Ντίσνεϊ σχεδιάστηκε με συμμετρική, νεοκλασική πρόσοψη, όπου όμως το αέτωμα υποβαστάζουν, ως άλλες καρυάτιδες, οι επτά νάνοι! Σήμερα ο μεταμοντερνισμός αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη. Το γεγονός όμως είναι ότι έδωσε μια νέα πνοή στο σοβαροφανή και αυστηρό μοντερνισμό, εισάγοντας στην αρχιτεκτονική το χιούμορ, την υπερβολή, τη διακόσμηση και το συμβολισμό.