Τέλος δεκαετίας του 20 και η Ινδία βρίσκεται υπό βρετανική κυριαρχία. Μια νεαρή Αγγλίδα καταφτάνει σε μικρή πόλη για να επισκεφτεί τον αρραβωνιαστικό της που εκτελεί χρέη πταισματοδίκη, με τη συνοδεία της γηραιάς μητέρας του. Οι δυο γυναίκες ανυπομονούν να γνωρίσουν από κοντά τη χώρα και τους κατοίκους της, αλλά πέφτουν πάνω στον τοίχο της δυτικής προκατάληψης που θέλει τον καλό Ινδό να είναι αυτός που βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας.
Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βρετανού Ε.Μ. Φόρστερ, το επιβλητικό κύκνειο άσμα του Ντέιβιντ Λιν είναι ένα σχεδόν τρομακτικό εγχείρημα για τα κινηματογραφικά δεδομένα: το κεντρικό περιστατικό -ένας βιασμός που μπορεί να μην έγινε ποτέ- λαμβάνει χώρα εκτός οθόνης, πράγμα που σημαίνει ότι το μοναδικό μέσο αναπαράστασης που διαθέτει ο σκηνοθέτης είναι οι συναισθηματικές αντιδράσεις των εμπλεκομένων.
Ο Λιν τοποθετεί τις φιγούρες που του προσέφερε απλόχερα ο Φόρστερ σε στρατηγικά σημεία, έτοιμες να εισβάλουν στην ιστορία την πιο κατάλληλη στιγμή, ενώ χρωματίζει την απεραντοσύνη της Ινδίας με τις χλoμές χρυσαφί αποχρώσεις της άμμου, αφήνοντας τις έντονες χρωματικές αντιθέσεις εκεί που ανήκουν, δηλαδή στις τουριστικές καρτ ποστάλ.
Πρωταρχικό ρόλο για τον Λιν παίζει το συναισθηματικό και όχι το φυσικό τοπίο, με τον Βρετανό κατακτητή να προσπαθεί απεγνωσμένα να καταπνίξει τον έμφυτο αισθησιασμό της χώρας, κόβοντας κάθε κανάλι επικοινωνίας με τους κατοίκους της. Στην Ινδία του σκηνοθέτη, η κοινή γλώσσα δεν είναι αρκετή για να συνεννοηθούν δύο άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες.
Όπως ο συγγραφέας στις σελίδες του, έτσι και ο Λιν στην ταινία του επιλέγει να επιφέρει το τελικό ρήγμα ανάμεσα στις δυο κουλτούρες, χρησιμοποιώντας τη μοναδική φιλική επαφή ανάμεσα στα αντίθετα στρατόπεδα και επισφραγίζοντας το εύλογο επικοινωνιακό κενό κατακτητή και κατακτημένου. Αφού, για να υποτάξεις έναν λαό, το μόνο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να τον καταλάβεις.