Χωρισμένη σε πέντε κεφάλαια -όσα ακριβώς και τα αγόρια της οικογένειας Παρόντι- η ταινία που θα έγραφε την τελική πράξη στη νεορεαλιστική περίοδο του Λουκίνο Βισκόντι (η οποία είχε ξεκινήσει με το «Οssesione» του 1942 και το «Η Γη Τρέμει» του 1948) προδίδει από νωρίς τις προθέσεις της.
Ξεκινώντας ως ένα αρχετυπικό κοινωνικό δράμα, αφηγείται τις περιπέτειες μιας χήρας από τον ιταλικό νότο που θα φτάσει στην πόλη των θαυμάτων (το Μιλάνο) με αποσκευές τους τέσσερις γιους της και τα όνειρα τους για μια καλύτερη ζωή. Γρήγορα, όμως, το κοινωνικοπολιτικό φόντο μιας μεταπολεμικής Ιταλίας που έθετε ανέκαθεν τους ήρωες του νεορεαλισμού σε τροχιά επιβίωσης θα περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Στο προσκήνιο, η σύγκρουση των δύο αδερφών, του αγγελικού Ρόκο (ο Αλέν Ντελόν σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του) και του ατίθασου Σιμόνε, που μοιάζουν να είναι οι δύο όψεις του ίδιου ακριβώς νομίσματος, θα μεταθέσει το κέντρο βάρους σ' ένα δράμα χαρακτήρων που, όσο απομακρύνεται από τον σκληρό ρεαλισμό, τόσο γιγαντώνεται σε μια τοιχογραφία μιας ολόκληρης γενιάς.
Και είναι ακριβώς σε εκείνη τη στιγμή που το καθημερινό μεταμορφώνεται σε μεγαλοπρεπές και το συνηθισμένο σε ξεχωριστό και που, μαζί με την αναπόφευκτη πτώση των ηρώων του, αναδύεται ο Βισκόντι του μετέπειτα έργου του.
Ενας σκηνοθέτης που δεν φοβήθηκε ποτέ να πλησιάσει τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του και να μείνει εκεί για περισσότερο χρόνο από όσο θα επέτρεπε η αρχή της όποιας λιτότητας, αναδεικνύοντας ένα λαϊκό μελόδραμα σε μια πρωτοφανή τραγωδία για την ακατέργαστη βία της ενηλικίωσης.