Ζιλ Ντασέν Ποτέ (μόνο) την Κυριακή

22.04.2008
Πριν από λίγες εβδομάδες, οι περισσότεροι αποχαιρέτησαν τον μεγάλο Ζιλ Ντασέν του «Ποτέ Την Κυριακή», του φιλελληνισμού και της αντιδικτατορικής δράσης, του σπάνιου έρωτα με τη Μελίνα και της ολοκληρωτικής αφοσίωσης στα οράματά της. Μόνο που κάπως έτσι ξέχασαμε ότι, πριν απ όλα αυτά, υπήρξε ο μεγάλος σκηνοθέτης Ζιλ Ντασέν.

Από τον Κωνσταντίνο Σαμαρά

Πριν από λίγες εβδομάδες, οι περισσότεροι αποχαιρέτησαν τον μεγάλο Ζιλ Ντασέν του «Ποτέ Την Κυριακή», του φιλελληνισμού και της αντιδικτατορικής δράσης, του σπάνιου έρωτα με τη Μελίνα και της ολοκληρωτικής αφοσίωσης στα οράματά της. Μόνο που κάπως έτσι ξέχασαμε ότι, πριν απ όλα αυτά, υπήρξε ο μεγάλος σκηνοθέτης Ζιλ Ντασέν.

Γεννημένος το 1911 σε μια φτωχογειτονιά του Κονέκτικατ και μεγαλωμένος στους αδίστακτους δρόμους του Χάρλεμ, ο Ζιλ Ντασέν μάλλον γεννήθηκε «ωραίος ως Ελληνας» και περιπλανώμενος ως Εβραίος. Αλλά και περήφανος, όπως κάθε άντρας που διαβαίνει τις πόρτες της ζωής του χωρίς να κοιτάζει πίσω: από το σχολείο στο Μπρονξ (που δεν τέλειωσε λόγω οικονομικών προβλημάτων) και το εβραϊκό λαϊκό θέατρο, στα σενάρια για το ραδιόφωνο και την πρόσληψη από την εταιρία MGM. Και από την απόδραση από τη μακαρθική Αμερική και τη δύσκολη προσαρμογή στην Ευρώπη, στη γνωριμία με τη Μελίνα και τη γέννηση του φιλελληνικού θρύλου.

Σε κάθε πόρτα που έκλεινε οριστικά, ο Ντασέν θα αναλάμβανε το κόστος των παράπλευρων απωλειών. Μια από αυτές σχετίζεται με τη γέννηση, την προβληματική διαδρομή και την άδοξη εξαφάνιση ενός από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες φιλμ νουάρ που (δεν) ευτύχησε να αναδείξει το μεταπολεμικό Χόλιγουντ. Αυτό που ποτέ δε θα προλάβαινε να ωριμάσει σε ένα πλήρες σώμα ταινιών ως η στιλιζαρισμένα ωμή «ντασενική» ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση, θα αρχίσει να διαφαίνεται στο «Βrute Force» (1947): κάτι σαν νουάρ φυλακής με ισχυρές ενέσεις βίας και χαρακτήρα κοινωνικής μικρογραφίας, που κλονίζει ακόμα και σήμερα παρά τις ανόητες επεμβάσεις των παραγωγών σε επίπεδο σεναρίου και μοντάζ. Αργότερα ο Ντασέν θα καταφερθεί κάπως υπερβολικά εναντίον της ταινίας σε μια προσπάθεια να διαχωρίσει τη θέση του, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι η μάχη του με τα μεγάλα κεφάλια του Χόλιγουντ δε θα σταματούσε εκεί. Στο «Νaked City» (1948), το πρώτο φιλμ νουάρ που έβγαινε στους δρόμους της Νέας Υόρκης με τη «γυμνή» ματιά του νεορεαλισμού, ο Ντασέν θα έπαιρνε την εγγύηση του παραγωγού Μαρκ Χέλιγκερ ότι δε θα αγγίξει τίποτα. Στην πρεμιέρα της ταινίας θα έβγαινε από την αίθουσα με δάκρυα στα μάτια, βλέποντας τις εικόνες του να φορτώνονται από ένα αχρείαστο, συχνά ανόητο voice over.

Με το μακαρθικό κυνήγι μαγισσών να έχει ήδη ξεσπάσει, ο δεδηλωμένα αριστερός Ντασέν θα κρατήσει ψηλά το κεφάλι, ακόμα κι όταν χρειαστεί να ξεστομίσει ένα μεγαλοπρεπές «άντε γαμήσου» στον μεγαλοπαραγωγό Λούις Μπ. Μέγιερ. Ακόμα κι όταν χρειαστεί να φύγει άρον άρον για το Λονδίνο όπου ο (φιλικά προσκείμενος στον σκηνοθέτη) Ντάριλ Ζάνουκ της 20th Century Fox θα τον στείλει για να υπογράψει το αριστούργημά του: Στο «Η Νύχτα Και Η Πόλη» (1950) τα δύο συνθετικά του τίτλου αγκαλιάζονται για να δώσουν ένα νουάρ-εξπρεσιονιστικό εφιάλτη στα λαβυρινθώδη σοκάκια του Λονδίνου. Ενα νουάρ με αέρα τραγικό, όπως και η κατάληξη της χολιγουντιανής καριέρας του Ντασέν μετά την οριστική επικήρυξη του ως κομμουνιστή από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Τους φίλους και παλιούς συντρόφους που συμμετείχαν στην προδοσία (Ηλία Καζάν, Εντουαρντ Ντμίτρικ), ο Ντασέν θα μπορούσε να τους καταριέται εφ όρου ζωής. Αλλά προτίμησε να κοιτάξει μπροστά.

32 λεπτά αγωνίας
Εμεινε στην ιστορία επειδή ο Φρανσουά Τριφό το χαρακτήρισε ως το καλύτερο φιλμ νουάρ που έχει δει ποτέ και φυσικά για την περίφημη σκηνή της ληστείας: 32 από τα πιο αγχωτικά λεπτά της κινηματογραφικής ιστορίας, χωρίς να ακούγεται ούτε «κιχ». Ο λόγος για το «Ριφιφί» (1955) που ο Ντασέν ανέλαβε να σκηνοθετήσει τη στιγμή που η μάχη της επιβίωσης στη Γαλλία έδειχνε να τον ρίχνει στο καναβάτσο. Σε μια παρτίδα που θα μπορούσε να είναι η τελευταία του, ο εξόριστος δημιουργός αποκρυσταλλώνει τη νουάρ εμπειρία του στο πιο στυλάτο, ατμοσφαιρικό επίτευγμά του. Πίσω από τους καπνούς, όμως, ο προδομένος Ντασέν βλέπει δύο πραγματικούς πρωταγωνιστές στο «Ριφιφί»: την φιλία και τη προδοσία.