Στα 19 του χρόνια, ο Μάικλ Πίτερσον αποφάσισε τι ήθελε να γίνει όταν θα μεγάλωνε: διάσημος. Και καθώς δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφος, έξυπνος ή δεξιοτέχνης, αποφάσισε να πάρει την οδό του λιγότερου κόπου. Συναρμολόγησε μια αυτοσχέδια κοντόκαννη καραμπίνα και αποπειράθηκε να ληστέψει ένα ταχυδρομείο. Φυσικά, απέτυχε οικτρά γιατί δεν διέθετε καμία από τις αρετές του καλού κλέφτη ή έστω την πονηριά του μικροκακοποιού. Ανταμώνοντας όμως με την δικαιοσύνη -και κατά συνέπεια τη φυλακή- συνειδητοποίησε ποιο ήταν το ατού εκείνο που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί για να πετύχει τον στόχο του: τα ζωώδη ένστικτά του. Ενώ λοιπόν η πρώτη του κάθειρξη κράτησε επτά χρόνια, αμέσως μόλις απελευθερώθηκε άρχισε να μπαινοβγαίνει στην φυλακή - με μεγαλύτερη έμφαση στο "μπαίνει".
Ο Δανός Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν, γνωστός μας από την τριλογία "Pusher", εδώ επιχειρεί ένα πορτρέτο-κατάδυση στην τρέλα, στολίζοντάς το με σουρεαλιστικές πινελιές. Στο κέντρο του δράματος μπαίνει, εντελώς κυριολεκτικά, ο Αγγλος κρατούμενος που, λόγω της έντονης απομόνωσης, σταδιακά ενδίδει στα πιο άγρια ένστικτά του και χάνει ένα μέρος του εαυτού του. Αρχίζει να προπονείται, χτυπά συγκρατούμενούς του και υιοθετεί το παρανόμι Μπρόνσον, από τον γνωστό ηθοποιό-μάτσο σύμβολο. Οταν τελικά του απαγορεύεται η συναναστροφή με τους υπόλοιπους έγκλειστους, ο Μπρόνσον στρέφεται στην καλλιτεχνική δημιουργία για να γίνει ένας από τους πλέον διαβόητους -και δημιουργικούς- φυλακισμένους του 20ου αιώνα.
Ο Τομ Χάρντι, που έκανε πολλά κεφάλια να γυρίσουν πρόσφατα με το πέρασμά του από το (μετέπειτα γυρισμένο) "Inception", δίνει εδώ την καλύτερη ερμηνεία της ζωής του ως ψυχωτικός και ασυγκράτητος αλλά πάντα ανθρώπινος Μπρόνσον. Σε έναν ρόλο που απαιτούσε ακόμη και τη φυσική του μεταμόρφωση (χρειάστηκε προπόνηση μηνών και κάποια έξτρα κιλά μυών), ο Αγγλος ηθοποιός μοιάζει να δίνει και την τελευταία σταγόνα ενέργειας για να ζωντανέψει το μίγμα τρέλας, βίας και δημιουργικότητας, που χαρακτηρίζει τον αυθεντικό Μπρόνσον.
Κι ενώ ο Ρεφν αρχικά τοποθετεί με ευφυία το βάρος του φιλμ στην εμμονή της ποπ κουλτούρας για τη διασημότητα, κάπου στα μισά της διαδρομής αρχίζει να επαναλαμβάνεται, σπρώχνοντας τον ήρωά του στα όρια της καρικατούρας. Με σκηνές που κόβουν την ανάσα χάρη σε μια εξαιρετική καλλιτεχνική διεύθυνση και άλλες που χαστουκίζουν με την αγριότητά τους, το "Μπρόνσον" κατορθώνει να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα, να χτίσει επαρκώς τον χαρακτήρα αλλά στην πορεία μοιάζει να ανακαλύπτει -μαζί με τους θεατές- πως, ουπς, δεν έχει σενάριο. Δανειζόμενος στοιχεία ακόμη και από το μπουρλέσκ και με παντός είδους αναφορές στο σινεμά του Κιούμπρικ, ο "Μπρόνσον" παίρνει άριστα στο στυλ αλλά μέχρι να πέσουν οι τίτλοι έχει απολέσει της συμπάθειάς μας.
Φαίδρα Βόκαλη