Οι Μάρτυρες

15.04.2008
Les Temoins στα γαλλικά σημαίνει οι μάρτυρες -οι παρόντες δηλαδή σε ένα γεγονός, αυτοί που καταθέτουν την μαρτυρία τους- κι όχι αυτοί που έχουν υποστεί κάποια μαρτύρια ή βασανιστήρια. Η συγκεκριμένη μαρτυρία που έχουν να καταθέσουν οι ήρωες της ταινίας είναι η έκρηξη του AIDS στις αρχές της δεκαετίας του 80.

Les Temoins στα γαλλικά σημαίνει οι μάρτυρες -οι παρόντες δηλαδή σε ένα γεγονός, αυτοί που καταθέτουν την μαρτυρία τους- κι όχι αυτοί που έχουν υποστεί κάποια μαρτύρια ή βασανιστήρια. Η συγκεκριμένη μαρτυρία που έχουν να καταθέσουν οι ήρωες της ταινίας είναι η έκρηξη του AIDS στις αρχές της δεκαετίας του 80. Ο ομοφυλόφιλος γιατρός Αντριάν (Μισέλ Μπλαν) γνωρίζει τον νεαρό Μανού (ο Γιοχάν Λιμπερό ήταν η γαλλική αποκάλυψη της περσινής χρονιάς) αλλά τελικά αυτός πέφτει στην αγκαλιά του στρέιτ αστυνομικού Μεντί (Σαμί Μπουαζιλά) ο οποίος είναι παντρεμένος με τη Σάρα (Μπεάρ).

Είναι ένας έρωτας παράξενος, με αδήλωτα αισθήματα και κρυφό πάθος. Εν τω μεταξύ το Παρίσι του 1984 ζει μια νέα ελευθερία με την κυβέρνηση των σοσιαλιστών, την έκρηξη των ιδεολογικών ρευμάτων και την απενοχοποίηση των ελεύθερων σχέσεων, όπως είναι αυτή του Μεντί και της Σάρα. Στα πάρκα του έρωτα μπορείς να ψωνιστείς χωρίς φόβο, το προφυλακτικό είναι αντικείμενο άχρηστο και ο νεοσυντηρητισμός μια έννοια που κανείς δεν μπορεί καν να φανταστεί. Μέχρι τη στιγμή που κάποια παράξενα σημάδια εμφανίζονται στο σώμα του Μανού. Τότε όλα αλλάζουν. 65 χρονών σήμερα, ο ΤεσινέΡαντεβού», «Αγρια Βλαστάρια», «Τις Μικρές Ωρες Της Νύχτας») είναι ένας δημιουργός που συνεχίζει να καταπιάνεται με την ελευθερία και τις απαγορεύσεις του έρωτα, το ξύπνημα της σεξουαλικής ορμής, τα ανομολόγητα πάθη.

Η συνεχής αντιπαράθεσή του με την υποκρισία τον οδηγεί τώρα στην εποχή που εμφανίστηκε το AIDS και ο συντηρητισμός. Παρατηρεί λοιπόν τις ραγδαίες αλλαγές της σεξουαλικής συμπεριφοράς, αλλά τις κρίνει με τρόπο αρκετά διδακτικό. Κάποιες φορές καταφεύγει στην ευκολία των σχηματικών χαρακτήρων ή γίνεται φλύαρος, φοβούμενος ότι το μήνυμά του δεν είναι απολύτως κατανοητό από όλους. Σκηνοθετεί βέβαια πάντα με τον ίδιο γρήγορο τρόπο, αρνείται τα στατικά πλάνα, καδράδει με τρόπο ευφάνταστο. Στο τέλος όμως έχεις την αίσθηση ότι η ταινία του γυρίστηκε το 1984 κι η εικοσαετία που πέρασε την έχει κάπως κουράσει.

Ορέστης Ανδρεαδάκης