Κους Κους με Φρέσκο Ψάρι

12.03.2008
Ενώ κάποιοι πασχίζουν να οικοδομήσουν «σφιχτοδεμένα» σενάρια των τριών πράξεων, που θα καταπλήσσουν τα πλήθη με τις ανατροπές τους και εν ολίγοις θα πιάνουν τον παπά ξέρετε από πού, έρχεται ένας Τυνήσιος σκηνοθέτης με την απλούστερη ιστορία του κόσμου και σαρώνει τα Σεζάρ με χαρακτηριστική άνεση.

Ενώ κάποιοι πασχίζουν να οικοδομήσουν «σφιχτοδεμένα» σενάρια των τριών πράξεων, που θα καταπλήσσουν τα πλήθη με τις ανατροπές τους και εν ολίγοις θα πιάνουν τον παπά ξέρετε από πού, έρχεται ένας Τυνήσιος σκηνοθέτης με την απλούστερη ιστορία του κόσμου και σαρώνει τα Σεζάρ με χαρακτηριστική άνεση. Και αναρωτιέται ο κακοπροαίρετος: χρειάζονται δυόμισι ώρες για να αφηγηθείς τις προσπάθειες ενός ηλικιωμένου να ανοίξει ένα πλωτό εστιατόριο και να εκπληρώσει το american dream α λα γαλλικά;

Οχι, αλλά ποιος σας είπε ότι ο Αμπντελατίφ Κεσίς ενδιαφέρεται να αφηγηθεί αυτήν την ιστορία και όχι κάποια άλλη; Ή καλύτερα μια σειρά από κρυμμένες ιστορίες που παραμονεύουν σε κάθε πλάνο; Την περιπέτεια ενός βλέμματος, που ταξιδεύει από το λιμάνι στα στενόχωρα διαμερίσματα των εργατών και σε ένα πλοίο που ξαναγεννιέται μπροστά στα μάτια μας. Τα μυστικά μιας διαλέκτου τοπικής αλλά και ταξικής, που ενώνει με δεσμούς αίματος τη μεγάλη οικογένεια της ταινίας αλλά την απομονώνει από τη γαλλική κοινωνία. Τη κρυφή κυριαρχία των γυναικών, που (τι υπέροχο, αλήθεια) είναι οι αποκλειστικοί φορείς θετικής δράσης σε ένα φαινομενικά ανδροκρατούμενο φιλμ.

Στο σύγχρονο κινηματογραφικό ρεαλισμό, που ασφυκτιά κάτω από το βάρος του τηλεοπτικά εννοούμενου «οικείου» και της επίμονα κοινότοπης εικόνας, η κάμερα του Γαλλοτυνήσιου Κεσίς (αναγνωρισμένου ήδη ως ταλέντου μεγατόνων χάρη στις ταινίες του La faute à Voltaire και L’Esquive) λειτουργεί ως φιάλη οξυγόνου. Το μυστικό του, μια φετιχιστική προσήλωση στη λεπτομέρεια που καταλήγει να προσδίδει υλική διάσταση στην εικόνα και τον ήχο: τα γκρο πλάνα του δεν απεικονίζουν τα πρόσωπα και τα σώματα, αλλά τα αγκαλιάζουν. Οι διάλογοί του δεν ακούγονται απλώς, αλλά κουβαλούν μαζί τους τις μυρωδιές του λιμανιού ή του κυριακάτικου γεύματος. Και ο ρεαλισμός του Κεσίς δεν διαθέτει απλώς την αμεσότητα ενός ντοκιμαντέρ, αλλά τη μυστικιστική γοητεία μιας τελετής. Σαν τη μακρόσυρτη, μεθυστική σκηνή του τέλους, που αντιπαραθέτει και ενώνει τον αισθησιασμό με την απελπισία, το νεανικό σφρίγος με την παραίτηση. Σαν το σπόρο με το ψάρι, δηλαδή, που ενώνονται αρμονικά (ή μήπως μένουν χώρια;) στο πιάτο-φετίχ της πεντανόστιμης ταινίας του Κεσίς.

Κωνσταντίνος Σαμαράς

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ