Ξεκινάει σαν επανάληψη του Κουστουρίτσα: η υπερβολή ενός υποτιθέμενου «μαγικού ρεαλισμού» συγκρούεται με ένα χείμαρρο πνευστών. Στην συνέχεια οι σουρεαλιστικές εκρήξεις λούζονται στο εκτυφλωτικό φως ξεχασμένων σκηνών από την γαλλική νουβέλ βαγκ. Αμέσως μετά η τυπικά ουγκαρέζικη φόρμα των κινηματογραφικών πειραματισμών κάνει την εμφάνισή της σαν παιδικό παιχνίδι. Πολύ μετά την μέση (είναι 111 λεπτά αλλά μοιάζει μεγαλύτερη) σελίδες από τον Ντε Σαντ μπερδεύονται με εικόνες από το αντεργκράουντ σινεμά σε ένα απότομο ξέσπασμα σοβαρότητας, η οποία βέβαια κρατά ελάχιστα. Το τέλος, εντελώς απρόσμενο και ποιητικό, μοιάζει να ψάχνει την μαγική απελευθέρωση της αρχής.
Δεν λέω, έχει ενδιαφέρον όλο αυτό το μίγμα. Είδη, στυλ και σχολές συνυπάρχουν το ένα πάνω στο άλλο σαν ένα υπέροχο παλίμψηστο το οποίο ωστόσο δεν σε αφήνει να δεις κανένα τμήμα του ολόκληρο. Σαν να διαβάζεις εξαιρετικά αποσπάσματα από ένα βιβλίο του οποίου δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε την υπόθεση ούτε τους χαρακτήρες.
Η όμορφη Μόνα που μοιάζει χαμένη σε ένα κόσμο φανταστικής πραγματικότητας, μουσικής και εκπλήξεων, θυμίζει ηρωίδα παραμυθιού και την ίδια στιγμή ορθώνει το ρεαλιστικό της ανάστημα και σε σοκάρει με την αμεσότητά της. Ο πατέρας της την καλεί να τον ακολουθήσει στην Γερμανία όπου θα κάνει μια επικίνδυνη επέμβαση, αλλά στην πραγματικότητα την παγιδεύει στα γρανάζια ενός κυκλώματος εκλεκτικής πορνείας. Φυλακισμένη στην «Βιβλιοθήκη του Πασκάλ» (όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος) αναγκάζεται να υποδυθεί λογοτεχνικούς χαρακτήρες σε ακραία σεξουαλικά παιχνίδια. Η απόδρασή της δεν μπορεί παρά να συντελεστεί μέσα στον κόσμο της φανταστικής πραγματικότητας που η ίδια έχει κατασκευάσει από την αρχή.
Η ταινία του Σάμπολτς Χαϊντού («Λευκές Παλάμες», 2006) θεωρήθηκε ότι ανανεώνει το ούγκρικο σινεμά, ενώ ήταν και η επίσημη πρόταση της χώρας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ- χωρίς όμως να μπει ούτε στην μακρά λίστα των εννέα φιναλίστ.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ