Η Σοφία Κόπολα είναι μια καλή σκηνοθέτις. Διαθέτει ευαισθησία, στιβαρή ματιά και δεξιότητες που πολλοί συνάδελφοί της θα ζήλευαν - μαζί με το Οσκαρ που κέρδισε για το Χαμένοι στην Μετάφραση. Επιμένει σε θέματα που την αφορούν -πάντα γράφει γι’αυτά που ξέρει και όχι για όσα φαντάζεται- χωρίς να παρεκκλίνει από το μινιμαλιστικό στυλ της, ακόμη κι όταν σκηνοθετεί μια ιστορία τόσο εξτραβαγκάντ όσο αυτή της Μαρίας Αντουανέτας. Δε φοβάται να ποντάρει σε ηθοποιούς που πιστεύει, όσο κι αν η βιομηχανία τους θεωρεί ξοφλημένους, ούτε να εμπιστευτεί άσημα πιτσιρίκια που γουστάρει: βλέπε τον Μπιλ Μάρεϊ που εκείνη με τον Γουες Αντερσον ανέδειξαν σε καλτ μαστ των 00s ή τον Τζος Χάρτνετ που χρήστηκε εφηβικό είδωλο μετά τις Αυτόχειρες Παρθένους. Με δυο λόγια, η Σοφία Κόπολα δεν είναι απλά η κόρη του μπαμπά της ή η πρών του Ταραντίνο. Είναι πολύ άδικο επομένως να κερδίζει ένα από τα σημαντικότερα βραβεία της καριέρας της για κάποιον από τους τελευταίους λόγους.
Το "Somewhere", η μετριότερη δουλειά της Κόπολα μέχρι σήμερα, βραβεύτηκε με τον Χρυσό Λέοντα στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας, Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του οποίου ήταν ο Κουέντιν Ταραντίνο. Αυτή η χιλιοειπωμένη ιστορία ενηλικίωσης ενός "μεγάλου" μέσα από την σχέση του με μια "μικρή" δεν είναι κακή ούτε τραβηγμένη: είναι απλώς λίγη και αδέξια. Ο διάσημος ηθοποιός Τζόνι Μάρκο, που ενσαρκώνει ο Στίβεν Ντορφ σε μια (σχετικά) πειστική ερμηνεία, είναι χαμένος. Όχι στην μετάφραση, αλλά στη γυαλιστερή επιφάνεια του Χόλιγουντ που τον παρασύρει από τα ποτά στα φάρμακα, τα γρήγορα αμάξια και τις όμορφες αλλά φευγάτες γυναίκες. "Ποιος είναι ο Τζόνι Μάρκο;", τον ρωτάει ένας δημοσιογράφος σε μία συνέντευξη τύπου και ο ημι-καταθλιπτικός σταρ δεν έχει ιδέα τι να απαντήσει. Φυσικά, όλα θα αλλάξουν όταν χρειαστεί να περάσει κάποιες μέρες μαζί με την 11χρονη κόρη του, αφού θα καταλάβει πως οι ηδονές της ευτυχίας βρίσκονται στο βάθος των σχέσεων και όχι στις πολυάριθμες μπουρμπουλήθρες τους.
Με ελάχιστους διαλόγους, μεγάλης διάρκειας πλάνα και αργόσυρτα ζουμ, η Κόπολα εδραιώνει μια σκηνοθετική μανιέρα λιτότητας, που όμως μπορεί να προσφέρει πολλά στους υπομονετικούς. Η σκηνή που το τμήμα ειδικών εφέ παστώνει τον Τζόνι με πηλό για να φτιάξει ένα καλούπι του προσώπου του ή εκείνη που ο ίδιος με την κόρη του κάνουν ηλιοθεραπεία σαν να είναι οι μόνοι δύο άνθρωποι στον κόσμο, είναι συγκινητικές όσο και συναρπαστικές μέσα στην αυτάρκειά τους ενώ ταυτόχρονα συνοψίζουν τη συλλογιστική του φιλμ με απόλυτη ακρίβεια. Το ταξίδι πατέρα και κόρης σε μια πόλη εκτός ΗΠΑ (στο Μιλάνο), γνώριμη περιοχή για την Κόπολα, χρωματίζει με τρυφερότητα το ανοίκειο που δένει τους δύο ήρωες σταδιακά. Είναι λίγο πριν το τέλος της ταινίας και μετά που η σκηνοθέτις μοιάζει να υποτιμά τον θεατή και προσπαθεί να εξηγήσει ακόμη και τα προφανή, αφαιρώντας κάθε ίχνος δύναμης και συνέπειας από τον μέχρι τότε προσεχτικά δομημένο κόσμο του Τζόνι Μάρκο. Κι όλα αυτά, για να τον οδηγήσει -εντελώς κυριολεκτικά- σε ένα αόριστο κάπου.
Φαίδρα Βόκαλη
Ο Τζόνι Μάρκο είναι ένας σταρ του Χόλιγουντ σε υπαρξιακή κρίση. Βαριέται τις γυναίκες, τα πάρτι, τη δημοσιότητα και σκορπάει το χρόνο του σε κραιπάλες και βόλτες με γρήγορα αυτοκίνητα. Μέχρι που αναγκάζεται να περάσει λίγες μέρες με την 11χρονη κόρη που ως τότε παραμελούσε και διαπιστώνει πως οι προτεραιότητες της ζωής του χρειάζονται επανεξέταση.