Από τον Μανώλη Κρανάκη
Μόλις τέταρτη ταινία του Λιούις μέσα στη τελευταία δεκαετία, το «Θα Χυθεί Αίμα» του Πολ Τόμας Αντερσον φέρνει και πάλι στην επικαιρότητα το φαινόμενο ενός ηθοποιού που, χαράζοντας μία από τις πιο μοναχικές διαδρομές στην ιστορία της βιομηχανίας, απέδειξε περίτρανα πως υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι για να γίνεις μύθος. Λίγο πριν έρθει στην Αθήνα, μαζί με τον σκηνοθέτη του, για τη φιλανθρωπική πρεμιέρα της ταινίας που διοργάνωσε το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας με την Audio Visual για τους σκοπούς της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών και λίγο πριν σηκωθεί στο πόντιουμ του Kodak Theatre για να παραλάβει το Οσκαρ Α Ανδρικού ρόλου ως φαβορί, διαβάστε όσα μας είπε ένα απόγευμα του Νοεμβρίου στο Λονδίνο.
Η τεράστια απόσταση ανάμεσα στις διαστάσεις του 50χρονού πλέον Ντάνιελ Ντέι Λιούις στη μεγάλη οθόνη και στο μέγεθός του στην πραγματικότητα μοιάζουν με τη διαφορά που έχει το Empire State Building όταν το βλέπεις σε μία φωτογραφία και όταν τελικά το αντικρίζεις από κοντά.
Από κοντά, ο Λιούις ελάχιστη σχέση έχει με τα «ιερά τέρατα» που υποδύεται στην επιλεγμένη φιλμογραφία του. Το 2005, επίσημος καλεσμένος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας για την ταινία «Τζακ Και Ρόουζ: Μπαλάντα Για Δύο» της γυναίκας του, Ρεμπέκα Μίλερ (κόρης του θεατρικού συγγραφέα Αρθουρ Μίλερ), είχε πείσει και τον πιο δύσπιστο για το πόσο κοινωνικός μπορεί να είναι όταν θέλει.
Αδύνατος, ψηλός, ντυμένος με έναν τόνο μποέμ ελαφρότητας, με χαραγμένα τατουάζ στα χέρια του, μιλάει χαμηλόφωνα, χαμογελαστά, διασκεδάζοντας κάθε υποψία για τις φήμες που τον θέλουν κλειστό, δύστροπο, αυστηρά περιχαρακωμένο μέσα στο ένδυμα του ηθοποιού. Σίγουρος πως η αδηφάγα περιέργεια των δημοσιογράφων θα θελήσει (κάθε φορά από τις σπάνιες που δέχεται να δώσει συνεντεύξεις) να μάθει κάθε μικρή ή μεγάλη λεπτομέρεια γύρω από το μυστήριο με το οποίο ο ίδιος έχει ντύσει την περσόνα του, απαντά ειλικρινά. Μόνο σε όσες ερωτήσεις θέλει. Αποφεύγοντας οτιδήποτε προσπαθεί να τρυπώσει στην προσωπική του ζωή.
Διάσημος για την εξαντλητική προετοιμασία που αφιερώνει για κάθε του ρόλο απαντά με ειλικρίνεια πως «αυτός είναι απλά ο δρόμος που έχει διαλέξει».
Και σε όποιον αρέσει. Δηλαδή σε όλους. Ολους όσους τον αποκαλούν ιδανικά «Αγγλο Ντε Νίρο» και όσους φρόντισαν να χρυσώσουν την καριέρα του με ένα Οσκαρ Α αντρικού ρόλου (για το «Αριστερό Μου Πόδι» του Τζιμ Σέρινταν το 1989) και άλλες δύο υποψηφιότητες για Οσκαρ Α αντρικού ρόλου (για το «Εις Το Ονομα Του Πατρός» και πάλι του Τζιμ Σέρινταν το 1993 και τις «Συμμορίες Της Νέας Υόρκης» του Μάρτιν Σκορσέζε το 2002).
Καθόλου παράξενο λοιπόν που φέτος φτάνει στην 80η απονομή των Οσκαρ ως αδιαφιλονίκητο φαβορί στο ρόλο του Ντάνιελ Πλέινβιου, ενός ανθρώπου χωρίς φίλους, ψυχή, Θεό που θα αναρριχηθεί στα στρώματα μίας πρωτοφανούς εξουσίας, έχοντας για σύμμαχο του την απληστία, την επιθυμία για δύναμη, το χρήμα. Βασισμένο ελεύθερα στο μυθιστόρημα «Οil!» (1927) του Απτον Σίνκλερ, το «Θα Χυθεί Αίμα» δεν θα γραφόταν ποτέ από τον Πολ Τόμας Αντερσον αν ο Λιούις δεν είχε συμφωνήσει ήδη από νωρίς να υποδυθεί τον Πλέινβιου. Και δεν θα είχε συμφωνήσει ποτέ, αν αυτός που του το ζήτησε δεν ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του νέου Χόλιγουντ, ήδη -μετά το «Θα Χυθεί Αίμα»- χαρακτηρισμένος ως νέος Ορσον Γουέλς. Υπερβολή; Μπορεί. Αν και μετά το τέλος του «Θα Χυθεί Αίμα» το μόνο που μπορείς να πεις είναι πως «αν υπάρχει κάτι μεγαλύτερο -σε μέγεθος- από την πιο φιλόδοξη ταινία του Αντερσον, αυτό είναι σίγουρα ο πρωταγωνιστής του». Πίσω στην πραγματικότητα, ένας χαμογελαστός Ντάνιελ Ντέι Λιούις μοιάζει να αγνοεί τα περί «μεγέθους», μιλώντας απλά για όλα όσα τον αναγκάζουν να γίνεται ξανά και ξανά ηθοποιός.
Βλέποντας την ταινία καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για μία ιστορία που αναφέρεται στην αρχή μίας ολόκληρης εποχής το τέλος της οποίας ζούμε σήμερα - με τον ανοιχτό πόλεμο του πετρελαίου. Ηταν αυτός ένας λόγος για να γίνει αυτή η ταινία σήμερα, εν έτει 2008;
Οχι για μένα τουλάχιστον. Η ταινία μιλάει για κάτι πιο προσωπικό και συγκεκριμένο. Δεν θα πρεπε να μιλάω για τον Πολ αφού δεν βρίσκεται εδώ, αλλά είμαι σίγουρος ότι και αυτός θα έλεγε το ίδιο πράγμα. Δεν ξεκινάς ποτέ να αφηγηθείς μία παραβολή, γιατί σίγουρα θα πέσεις στην παγίδα του διδακτισμού. Πάντοτε ξεκινάς από κάτι πολύ προσωπικό και από αυτή την ανεξήγητη ανάγκη να διηγηθείς μία πολύ συγκεκριμένη ιστορία. Φυσικά και ο Πολ ξέρει τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Οπως ξέρω κι εγώ. Και μπορούμε να φανταστούμε τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η ταινία.
Και αν δεν είναι μία ταινία για το πετρέλαιο, τότε σίγουρα είναι μία ταινία για την απληστία.
Σιχαίνομαι να εξηγώ τα πράγματα που έχουν από τη φύση τους μία πολυπλοκότητα. Να χρησιμοποιώ μία πρόταση η οποία πάντοτε μοιάζει τόσο λίγη για να περιγράψεις κάτι που διαθέτει πολλές ερμηνείες. Οπότε δεν θα απαντήσω σε αυτή την ερώτηση.
Τελικά, τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στην ιστορία του «Θα Χυθεί Αίμα»;
Στην πραγματικότητα φταίει ο ίδιος ο ήρωας. Εφτασε σε μένα με τη μορφή ενός σεναρίου. Ενιωσα ότι έπρεπε να του υποβάλω τα σέβη μου. Μαγεύτηκα ολοκληρωτικά. Σκέφτηκα πως μάλλον «θα μπλέξω με αυτόν εδώ». Είπα στον εαυτό μου «εδώ είμαστε πάλι ξανά». Αυτή η αίσθηση του αναπόφευκτου. Δεν κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Φυσικά και μπορείς να αποφύγεις οτιδήποτε σε αυτή τη ζωή. Αλλά κάθε φορά διαλέγω τους ρόλους μου σχεδόν νομοτελειακά. Είναι κάτι που, όσο κι αν θέλω, δεν μπορώ να το αποφύγω. Κάθε φορά που επιστρέφω στη δουλειά νιώθω την ίδια αναστάτωση. Για μένα, από την αρχή μέχρι και το τέλος, αυτή η ταινία ήταν τρεισήμισι χρόνια από τη ζωή μου και πρέπει κάθε φορά να είναι κάτι που πρέπει να νιώσω απόλυτα γοητευμένος προκειμένου να αφοσιωθώ.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν, μετά από μία τόσο έντονη ερμηνεία, τελειώνει η ταινία και επιστρέφετε σπίτι; Πώς αφήνετε πίσω σας τον κάθε ήρωα;
Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που φαντάζονται οι περισσότεροι. Ακόμα και όταν εξερευνάς πλευρές του ανθρώπινου είδους που δεν είναι ακριβώς οι πιο αρεστές, το να υποδύεσαι έναν ρόλο είναι πάντοτε μία ευχάριστη διαδικασία. Δεν είναι κάποιο είδος μαζοχισμού. Προσπαθούμε να φανταστούμε έναν ολόκληρο κόσμο, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε αυτόν τον κόσμο. Προσωπικά, προσπαθώ να δω αυτό τον κόσμο μέσα από τα μάτια του ήρωα μου και, όσο παράξενη κι αν είναι αυτή η δουλειά, πιο παράξενο ακόμη είναι το γεγονός ότι κάποια στιγμή όλα τελειώνουν.
Πώς όμως εξηγείτε ολόκληρη τη διαδικασία της εισόδου και της εξόδου από έναν ήρωα στο κοντινό σας περιβάλλον; Για παράδειγμα στην οικογένεια σας; Στα παιδιά σας;
Τολμώ να πω ότι δεν προσπαθώ να τυλίξω με ένα μυστήριο τη δουλειά που κάνω, παρ όλο που για μένα υπάρχει μία απαραίτητη δόση μυστηρίου που τη χρειάζομαι και δεν ντρέπομαι γι αυτήν. Αλλά όταν μιλάς γι αυτό μοιάζει με κάτι τόσο ασήμαντο που το αποφεύγω. Τα παιδιά είναι το τέλειο αντίδοτο σε αυτή την εμμονή που διακρίνει, όχι μόνο εμένα, αλλά και όλους όσους δουλεύουν σε μία ταινία. Απλά εγώ πληρώνομαι γι αυτό. Στην πραγματικότητα και τα παιδιά το κάνουν αυτό όλη την ημέρα: Βρίσκονται σε έναν ατελείωτο παιδότοπο: παίζουν, υποκρίνονται. Τη μία στιγμή παίζουν τον Ρομπέν των Δασών, την άλλη την Κρουέλα Ντε Βιλ. Και το σημαντικότερο, δεν τα προλαβαίνεις.
Κατά τη διάρκεια του γυρίσματος πώς ακριβώς προετοιμάζεστε για τον ρόλο; Ποιες ήταν οι κατευθυντήριες οδηγίες του Πολ Τόμας Αντερσον για το ρόλο του Ντάνιελ Πλέινβιου;
Το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς λαμβάνει χώρα στη φαντασία, η οποία βρίσκεται σε πολύ στενή συνεργασία με το υποσυνείδητο. Με τον Πολ δεν μιλάγαμε σχεδόν καθόλου στο γύρισμα, εκτός από ζητήματα τεχνικής φύσης. Με το που φτάσαμε στο γύρισμα, όλες οι συζητήσεις γύρω από τον ήρωα είχαν τελειώσει. Ετσι ακριβώς όπως πρέπει να γίνεται σε κάθε ταινία.
Σε κάθε έναν από τους ρόλους σας αποκτάτε δεξιότητες, όπως να φτιάχνετε κανό, να βγάζετε το δέρμα από ελάφια...
Εμαθα πολλά πράγματα από τις ταινίες που έχω κάνει, αλλά ήμουν πάντα καλός «στα χέρια». Φτιάχνω πολλά πράγματα μόνος μου. Τα περισσότερα από τα «καθημερινά» πράγματα που έχω αναγκαστεί να κάνω για τους ρόλους μου ήταν για μένα κλειδιά που ξεκλείδωσαν κάτι μέσα μου. Πάντα ψάχνεις για κλειδιά που θα σε οδηγήσουν στις πιο σκοτεινές πλευρές ενός χαρακτήρα. Δεν ξέρεις ποτέ πού βρίσκεις τελικά τη δύναμη να το κάνεις αλλά πιστεύω ότι όλοι έχουν αυτή την ικανότητα.
Οπως για παράδειγμα το γεγονός ότι για περισσότερο από 30 λεπτά στο «Θα Χυθεί Αίμα» δεν ακούγεται ούτε μία λέξη. Ο Πολ Τόμας Αντερσον είχε πει πως αρχικά ήθελε η ταινία να αποτελείται μόνο από φωτογραφίες και μουσική. Σαν ηθοποιός πώς νιώσατε;
Ηταν υπέροχο. Αλλά ήταν υπέροχο και πολύ πριν. Ηταν υπέροχο στο σενάριο. Καθώς γύριζα τις σελίδες τη μία μετά την άλλη περιέγραφε με τη διαδοχή των εικόνων, δίνοντας τόσες λεπτομέρειες, τι ακριβώς είναι αυτός ο χαρακτήρας χωρίς να λέει ούτε μία λέξη.
Αληθεύει ότι μιμήθηκατε τη φωνή του Τζον Χιούστον για τη φωνή του Πλέινβιου; Ο Πολ Τόμας Αντερσον παραδέχτηκε ότι έβλεπε κάθε βράδυ πριν το γύρισμα τον «Θησαυρό Της Σιέρα Μάδρε» του Χιούστον.
Δεν θα αρνηθώ ότι άκουσα κάποιες ηχογραφήσεις με τη φωνή του Χιούστον, όχι τόσο για τον τόνο αλλά για την προφορά, την καθαρότητα και το χιούμορ της. Αλλά δεν τον διάλεξα ποτέ συνειδητά ως μοντέλο, όπως και κανέναν άλλον. Από τη στιγμή που μιμείσαι κάποιον, απομακρύνεσαι από τον χαρακτήρα που προσπαθείς να φτιάξεις. Ακουσα και πολλές άλλες ηχογραφήσεις «dustball», της εποχής του οικονομικού κραχ, αλλά ευτυχώς δεν υπήρχαν ηχογραφήσεις από την εποχή που διαδραματίζεται η ταινία και έτσι κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει πως οι άνθρωποι δεν μιλούσαν έτσι. Περισσότερο, όμως, από οτιδήποτε προτιμώ να μιλάω εγώ στον εαυτό μου. Προσπαθώ να ακούσω τη φωνή του ήρωα στο μυαλό μου. Και μετά να την αναπαράγω. Δουλεύω με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους ρόλους μου.
Υπήρξαν μεγάλα κενά απουσίας ανάμεσα στους ρόλους σας. Ξαναβρήκατε το πάθος που έλειπε και επιστρέψατε στα κινηματογραφικά πλατό;
Απλά προσπαθώ να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου. Εχω διαφορετικό ρυθμό από τους άλλους ανθρώπους. Οσο και αν μου αρέσει να κάνω αυτό που κάνω δεν μπορώ να ακολουθήσω τους ρυθμούς της βιομηχανίας. Οταν μένω μακριά από τη δουλειά δεν το κάνω με αρνητική πρόθεση. Αλλά με την θετική πρόθεση να μπορέσω να κάνω και άλλα πράγματα στη ζωή μου. Πράγματα που θα μου επιτρέψουν να επιστρέψω ξανά στη δουλειά και να την κάνω με τον τρόπο που θέλω να την κάνω. Για μένα δεν υπάρχει διαχωρισμός. Αυτή είναι η ζωή μου. Δεν είμαι ένας ερημίτης που επιστρέφει στα φώτα της δημοσιότητας απλά για να προκαλέσει αίσθηση. Απλά συνεχίζω να κάνω πράγματα όπως τα έκανα μέχρι σήμερα. Μπορώ να τα κάνω μόνο έτσι, γιατί διαφορετικά δεν θα είχα την ίδια χαρά. Επειδή αγαπώ αυτό που κάνω, προσπαθώ να το κάνω με τον τρόπο που το διασφαλίζει.
Ο Ντάνιελ Πλέινβιου που υποδύεστε στην ταινία δεν είναι ακριβώς ένας καλός χαρακτήρας. Την ώρα που σκοτώνει κόσμο πιστεύεις στην πραγματικότητα πως ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις θα μπορούσε να σκοτώσει κάποιον. Φανταστήκατε ποτέ αν θα μπορούσατε να σκοτώσετε κάποιον;
Δεν ξέρεις ποτέ, μέχρι να περάσεις τη λεπτή γραμμή που θα σε φέρει κοντά σε μία τέτοια πράξη. Ολοι σε αυτό δωμάτιο είναι ικανοί για κάτι τέτοιο. Αλλά, είναι η δουλειά μου. Είναι απλά ένα παιχνίδι. Δεν είμαι βίαιος άνθρωπος, αλλά έχω τη βία μέσα μου. Οπως κάθε ανθρώπινο ον. Και θα ήμουν ψεύτης αν δεν παραδεχόμουν πως πολλές φορές έχω φτάσει σε σημεία αγριότητας που ούτε ο ίδιος δεν θα φανταζόμουν για τον εαυτό μου.
Εκτός από την υποκριτική έχετε και πάθος με τις κούρσες μοτοσικλέτας;
Ναι, αλλά δεν οδηγώ εγώ τις μηχανές. Είναι ένα ασφαλές πάθος. Συνήθιζα να φεύγω για μεγάλα ταξίδια με τη μηχανή, όταν δεν είχα οικογένεια. Ταξίδεψα με τη μηχανή στην Ισπανία, την Ιταλία... αλλά δεν μπορώ να το κάνω πια. Ισως μόνο για λίγες μέρες.
Μπορώ να ρωτήσω τι σημαίνουν τα τατουάζ που έχετε στα χέρια σας;
Φυσικά και μπορείτε. Απλά εγώ δεν θα απαντήσω (γελάει)!