Μια επανέκδοση ενός φιλμ που δείχνει να ακροβατεί μεταξύ της κινηματογραφικής και της θεατρικής του υπόστασης, το «Μπέκετ» σχεδόν μισό αιώνα μετά την παραγωγή του μοιάζει ακόμα επίκαιρο. Επίκαιρο καθώς οι έννοιες που πραγματεύεται θα διαδραματίζουν πάντα μείζονα ρόλο στην διαμόρφωση του μικρόκοσμου των υποκειμένων και κατ’ επέκταση του κοινωνικού συνόλου.
Λέξεις και έννοιες όπως εξουσία, φιλία, φιλοδοξία, και μετάνοια οπτικοποιούνται, μπερδεύονται μεταξύ τους και λαμβάνουν ετερόκλητες μορφές κατά την διάρκεια της ταινίας έχοντας για οδηγό ένα σενάριο βασισμένο στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Ζαν Ανουίγ που ανέβηκε με επιτυχία το 1959 στο Μπρόντγουεϊ. Ο Πήτερ Γκλένβιλ, σκηνοθέτης στον κινηματογράφο και το θέατρο, στην μεταφορά του «Μπέκετ» στην μεγάλη οθόνη πετυχαίνει να κατευθύνει με μαεστρία δύο απ’ τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς τους, τον Πήτερ Ο' Τουλ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον που υποδύονται τον Βασιλιά Ερρίκο Β’ και τον Μπέκετ αντίστοιχα. Δύο ηθοποιούς των οποίων οι ερμηνείες (ειδικά στους μονόλογους) αποτελούν ότι πιο σημαντικό και απολαυστικό μπορεί να αντλήσει ο θεατής απ’ την ταινία. Εξάλλου ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας του έργου σχεδόν επιβάλλει στο πραγματικά εξαιρετικό κείμενο και στην θεατρική γραφή του να αναδειχθούν. Η πανάκριβη για την εποχή παραγωγή με τα λεπτομερή κοστούμια και σκηνικά, το πολύ καλό καστ και οι εκατοντάδες κομπάρσοι συμπληρώνουν με ιδανικό τρόπο το φιλμ το οποίο ήταν υποψήφιο για 12 Όσκαρ το 1964 κερδίζοντας τελικά αυτό του διασκευασμένου σεναρίου.
Το «Μπέκετ» είναι ένα κλασσικό δράμα εποχής αλλά ο χαρακτηρισμός «αριστουργηματικό» δεν θα του ταίριαζε. Υπακούει σίγουρα σε πρότυπα και συγκριμένες στεγανές αντιλήψεις. Η προβληματική που αναπτύσσεται στο δεύτερο μισό της ταινίας προβάλλοντας την αυτοθυσία ως το απόλυτο μέσο προσωπικής κάθαρσης μοιάζει κάπως αφελής. Ξεπερνώντας όμως τις όποιες κοινοτυπίες και την ίσως μεγάλη διάρκεια του φιλμ, μπορεί κάποιος να βρει σκηνές-διαμάντια που τελικά θα τον ανταμείψουν.
Κωστής Θεοδοσόπουλος