Μετά το ναυάγιο των «Υδάτινων Ιστοριών» και μια σιωπή που διήρκεσε δυόμισι χρόνια, δυο ιδέες καρφώθηκαν στο μυαλό του Γουές Αντερσον: «Η πρώτη ιδέα ήταν να γυρίσω μια ταινία στην Ινδία» εξομολογείται. «Η δεύτερη ήταν να γυρίσω μια ταινία πάνω σε ένα τρένο». Ο συνδυασμός των δύο στάθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει το «Ταξίδι στο Darjeeling». Μια γλυκόπικρη διαδρομή με φόντο μια υπέροχα τεχνικολόρ Ινδία και αγαπητούς συνεπιβάτες τους Kinks, τις ταινίες του Σατιαζίτ Ρέι, τις γνώριμες εμμονές του σκηνοθέτη και την ιστορία τριών αδελφών. Σε αναζήτηση της μεγάλης εμπειρίας.
Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα
Εισιτήριο
%PHOTO1RIGHT%Οταν ήταν παιδί, ο Γουές Αντερσον συνήθιζε να φαντασιώνεται ότι ζούσε στο εσωτερικό κάποιας πολυτελέστατης έπαυλης ή ενός επιβλητικού πύργου σε κάποιο παραμυθένιο μέρος της Ευρώπης, όντας ο νεαρότερος γόνος κάποιας ζάπλουτης οικογένειας. Σε ένα σημειωματάριο που δεν εγκατέλειπε ποτέ σχεδίαζε τα υπέροχα σπίτια της φαντασίας του και έπειτα, με το μυαλό του, προσπαθούσε να τοποθετήσει τον ονειροπόλο εαυτό του μέσα σε αυτά και να τα κατοικήσει. Εφηβος ακόμη, σε κάποιο από τα λιγότερο ρομαντικά σημεία του αμερικανικού χάρτη, ο Αντερσον οραματιζόταν την πολυπόθητη στιγμή που θα του έδινε την ευκαιρία να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη, την πόλη που είχε μυθοποιήσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
Οταν ο Γουές πάτησε τα είκοσι, η Νέα Υόρκη έγινε ορμητήριό του και το σινεμά σταδιακός του προορισμός. Ενα δεκατετράλεπτο φιλμάκι που έγραψε και γύρισε παρέα με τον πιο στενό φίλο του από το κολέγιο στάθηκε η πρώτη πραγματική επαφή του με την κάμερα. Ο ξανθός και ρέμπελος φίλος ονομαζόταν Οουεν Γουίλσον. Το φιλμάκι, «Βottle Rocket». Το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης, δειλής συνεργασίας μεγεθύνθηκε σε μια ταινία μεγάλου μήκους με τον ίδιο τίτλο. Η εταιρεία Columbia δέχτηκε να αναλάβει τη διανομή της, μέχρι που μια δοκιμαστική προβολή φόρτωσε το φιλμ με τις χειρότερες αντιδράσεις που είχαν καταγραφεί ποτέ από κοινό στο μακρύ ενεργητικό τού στούντιο. %PHOTO2LEFT%Τα θερμά σχόλια των κριτικών και ο ενθουσιασμός ενός αναπάντεχου θαυμαστή που άκουγε στο όνομα Μάρτιν Σκορσέζε βοήθησαν την ταινία και τον ιδιοσυγκρασιακό σκηνοθέτη της να αποκτήσουν διακριτική θέση στην κινηματογραφική κοινότητα. Η χρονιά ήταν 1996. Αυτό που ακολούθησε μετά μετριέται σε δυο από τις καλύτερες ταινίες της πρόσφατης δεκαετίας («Rushmore» και «Οικογένεια Τένενμπαουμ»), έναν ισχυρό πυρήνα οπαδών που μεγάλωνε διαρκώς και μια σειρά από υπέροχα σάουντρακ που φρόντιζαν να διατυμπανίζουν την αγάπη του σκηνοθέτη για τους Kinks και τα vintage ποπ ακούσματα του παρελθόντος. Τα συστατικά αυτά τοποθέτησαν τον Γουές Αντερσον σε μια ολιγομελή και αυστηρά αξιοκρατική λίστα δημιουργών που κατόρθωσαν να συστηθούν στο κοινό μέσα από ένα απαράμιλλο και ολότελα δικό τους κινηματογραφικό σύμπαν.
Επιβίβαση
%PHOTO3RIGHT%Ο Γουές Αντερσον γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Χιούστον. Ομως, μοιάζει με τον πιο αλλόκοτο Τεξανό που έχω δει. Είναι ψηλός και ιδιαιτέρως λιγνός, με ένα εντυπωσιακά λευκό πρόσωπο, κοκκινόξανθης απόχρωσης μαλλιά που τελευταία φτάνουν μέχρι τον λαιμό, λεπτεπίλεπτα χέρια με μακριά, φροντισμένα δάχτυλα και εφηβική φωνή. Το αμήχανο χαμόγελό του και ένα στενό σιέλ κοστούμι συμπληρώνουν την εικόνα ενός σκηνοθέτη που μοιάζει να ξεπήδησε από το ζωντανό ταμπλό κάποιας ταινίας του. Ακούγεται παράδοξο αυτό που λέω κι όμως, όλες οι δημιουργίες του Αντερσον κλείνουν ομολογουμένως κάτι από τον ίδιο μέσα τους. Καθεμιά τους αποτελεί λίγο πολύ προσωπική υπόθεση. Θα συμφωνήσει με αυτό και ο ίδιος: «Μεγάλο μέρος της δικής μου πραγματικότητας μοιάζει πολύ με το τι συμβαίνει στις ταινίες μου. Σε κάθε μου φιλμ υπάρχουν πτυχές προσωπικών μου εμπειριών, τις οποίες ελπίζω ότι μπορεί να έχουν βιώσει κι άλλοι άνθρωποι. Σε κάθε ταινία που κάνω με νοιάζει να δημιουργώ χαρακτήρες τους οποίους εμπνέομαι από την κανονική μου ζωή κι από ανθρώπους που γνωρίζω. Από αυτούς ακριβώς τους χαρακτήρες ευελπιστώ να μπορεί κάθε φορά να γεννηθεί μια ιστορία που να μας εκπλήσσει και να μας αφορά όλους».
%PHOTO4RIGHT%Η καινούργια ταινία του 38χρονου σκηνοθέτη καρποφόρησε στη διάρκεια ενός ταξιδιού που πραγματοποίησε ο Αντερσον πέρσι στην Ινδία, παρέα με τον Τζέισον Σουόρτσμαν και τον Ρόμαν Κόπολα που έγιναν οι επίσημοι συν-σεναριογράφοι του. Εγραψαν την ταινία καθώς βίωναν το ίδιο ταξίδι με τους μετέπειτα ήρωες του φιλμ. «Ξεκινήσαμε να γράφουμε στο τρένο και ολοκληρώσαμε το σενάριο σε μια τοποθεσία που βρισκόταν στους πρόποδες των Ιμαλαϊων» συμπληρώνει με ένα δειλό χαμόγελο ο Γουές. «Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής έφερνα συχνά στο μυαλό μου τις ταινίες του Σατιαζίτ Ρέι, ενός δημιουργού τον οποίο χρησιμοποιούσα πάντοτε ως παράδειγμά μου. Αυτές οι ταινίες υπήρξαν και ο λόγος που με έσπρωξε να γνωρίσω την Ινδία. Σε αυτές βρίσκονται και οι ρίζες του δικού μου φιλμ».
Αναχώρηση
Μετά τη θολή υποδοχή που γνώρισαν προ τριετίας οι «Υδάτινες Ιστορίες», τα χαμόγελα που συνόδεψαν πρόσφατα το «Ταξίδι Στο Darjeeling» μοιάζουν με ανακούφιση για τον Αντερσον. Παρ όλο που ξεκινά από ένα εντελώς προσχηματικό σενάριο, το φιλμ του σε κερδίζει στα σημεία όπου ο σκηνοθέτης αδειάζει και πάλι τις θαυμάσιες ιδιοσυγκρασίες του επί οθόνης: Ενα περίτεχνο τράβελινγκ, ένα τραγούδι στο σάουντρακ, μια σκηνή που καταφέρνει να σε συγκινήσει χωρίς να μπορείς να εξηγήσεις ακριβώς το γιατί, το γλυκό φίλτρο που αφήνει ο Αντερσον να αιωρηθεί στο δεύτερο μέρος της δράσης, όλα αυτά σε στέλνουν με ένα ζεστό χαμόγελο έξω από την αίθουσα.
%PHOTO5LEFT%Δίπλα στους θαυμαστές του σκηνοθέτη δεν έλειψαν, εντούτοις, και πάλι κάμποσοι επικριτές. Εκείνοι που του αποδίδουν κατά καιρούς την κατηγορία ότι αποθεώνει το στυλ έναντι του όποιου περιεχομένου. Ο Γουές γνωρίζει πολύ καλά αυτό τον ισχυρισμό και «με κίνδυνο να φανώ εγωκεντρικός, θέλω να πω το εξής: Με κριτικάρουν πολύ συχνά ότι στις ταινίες μου το στυλ υπερισχύει της ουσίας ή ότι υπάρχει πάντοτε ένας μεγάλος αριθμός λεπτομερειών που μπαίνει στην μέση και εμποδίζει να ενδιαφερθείς πραγματικά για τους χαρακτήρες. Οφείλω, όμως, να διαβεβαιώσω καθέναν που δυσπιστεί ότι κάθε φορά που γυρίζω μια ταινία, το πρωταρχικό μου μέλημα είναι το πώς θα μπορέσω να φέρω τους χαρακτήρες αυτούς στη ζωή. Συμβαίνει, όμως, ταυτόχρονα να έχω κάποιες ιδέες που μου φαίνεται συναρπαστικό να οπτικοποιηθούν και τις οποίες δεν θέλω να θυσιάσω, επειδή κάποιοι άνθρωποι ενδέχεται να με κατακρίνουν γι αυτές. Προτιμώ να κάνω αυτό που επιθυμώ και να το μετανιώσω πολύ αργότερα. Προτιμώ να τοποθετήσω τα πάντα στην οθόνη, ελπίζοντας να δημιουργήσω κάτι που μπορεί να βρει σημεία ταύτισης και σύνδεσης με τους θεατές. Πρέπει όμως να σας πω ότι προσπαθώ πάντα να βγάζω τον εαυτό μου από την ταινία, ώστε να αφήνω χώρο στον θεατή που θέλει να εισέλθει σε αυτήν. Επιθυμία μου είναι να κάνω πρώτα κάτι ενδιαφέρον για το κοινό και έπειτα κάτι ενδιαφέρον και προσωπικό για εμένα τον ίδιο». Οσοι δεν έχουν καμία αντίρρηση με τα παραπάνω, ας ανέβουν στο τρένο. Οι υπόλοιποι ας γυρέψουν άλλη αμαξοστοιχία.