Σε έναν απροκάλυπτο φόρο τιμής στο βουβό σινεμά, που χρειάστηκε πάνω από 11 εβδομάδες γυρισμάτων κι έναν ολόκληρο χρόνο post-production, ο Εστέμπαν Σαπίρ ρίχνει στον δημιουργικό του τορβά ξεκάθαρες αναφορές σε μνημειώδεις ταινίες του είδους, όπως το «Μetropolis» του Φριτς Λανγκ, αλλά και στο μελόδραμα, το film noir και την επιστημονική φαντασία. Τις συνταιριάζει ωστόσο με ολόδικές του εμπνεύσεις και συναρπαστικά οπτικά ευρήματα, όπως τη φιγούρα της απρόσωπης femme fatale τραγουδίστριας, που μοιάζει σαν να ξεπήδησε από το «Μeshes Of The Αfternoon» της Μάγια Ντέρεν, και μεσότιτλους, οι οποίοι αντικαθίστανται από κόμιξ προέλευσης άηχους διάλογους που θρυμματίζονται πάνω στο αιώνιο χιόνι της φανταστικής πολιτείας.
Στον αντίποδα ωστόσο του ξεδιάντροπα σατιρικού και αναμφίβολα πιο πειραματικού σινεμά του Γκάι Μάντιν, ο Σαπίρ απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό που θα καταφέρει να ξεπεράσει την αρχική του δυσπιστία απέναντι σε ό,τι μοιάζει με ακραίο στυλιστικό πείραμα για να απολαύσει ένα εκκεντρικό παραμύθι για την αέναη πάλη του Καλού και του Κακού με παραλήπτη όλη την οικογένεια. Η ιδέα του αδίστακτου μεγιστάνα των media που κρατά υπνωτισμένο το κοινό μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, κατέχει ταυτόχρονα το μονοπώλιο της αγοράς και παράγει ακόμη και τα έτοιμα γεύματα που καταβροχθίζουν μπροστά στο χαζοκούτι έχει σαφέστατες πολιτικές προεκτάσεις. Η έστω και απλοϊκή προειδοποίηση για τη χειραγώγηση των μαζών από τα μέσα δεν είναι διόλου τυχαία, αν αναλογιστεί κανείς το παρελθόν της γενέτειρας του Σαπίρ, Αργεντινής, ακόμη κι αν εκτοπίζεται τελικά από τις σειρήνες της οπτικοακουστικής αποπλάνησης και την ελαφρώς ξεχειλωμένη διάρκεια.
Στο πλαίσιο της πρόσφατης, εντατικής αναγέννησης του σύγχρονου αργεντίνικου σινεμά ο Σαπίρ προσφέρει μια αισθητική πρόταση που ξεφεύγει από τον κανόνα, αποδεικνύοντας ότι το λατινοαμερικανικό σινεμά κρύβει κι άλλους άσους στο μανίκι του.
Θανάσης Πατσαβός