«Ενα τραγούδι για τον Αργύρη». Μια ταινία-κραυγή για τη σφαγή του Διστόμου, όπως την αφηγείται ένα παιδί που επέζησε από την καταστροφή. Το «τραγούδι» είναι η θύμησή από το νανούρισμα που σιγοψιθύριζε τα βράδια η μητέρα του, πριν χαθεί στη σφαγή. Μια μακρινή ανάμνηση από τα χρόνια της αθωότητας, που διατηρήθηκε άσβεστη χωρίς να τη σκεπάσει η σκόνη της λήθης. Ο Αργύρης ήταν μόλις 3,5 ετών όταν οι Γερμανοί έφτασαν στη μικρή πολιτεία της Βοιωτίας με σκοπό να αφανίσουν τον πληθυσμό. Ηταν 10 Ιουνίου του 1944. Λίγη ώρα αργότερα οι απάνθρωποι κατακτητές έφυγαν τραγουδώντας, ενώ πίσω τους άφησαν 218 νεκρούς χωρίς να λυπηθούν εγκύους και μικρά παιδία. Ανάμεσα στα θύματα και οι δύο γονείς του Αργύρη που πριν στεγνώσουν τα δάκρυά του, έμελλε να ξεκινήσει για τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής.
Σήμερα, 63 χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα, ο κ. Αργύρης Σφουντούρης φέρνει μαζί του τις εικόνες μιας περιπετειώδους ζωής: τα χρόνια στο ορφανοτροφείο της Ελβετίας, τις σπουδές Αστροφυσικής, την αντίσταση στη δικτατορία, ταξίδια σε μακρινές γωνιές του κόσμου, την αγάπη για τη λογοτεχνία και την προσπάθεια για ηθική δικαίωση. Για τον ίδιο και τους επιζώντες του Διστόμου, ο αγώνας συνεχίζεται στα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Οπως εξακολουθεί να πλανάται στη μνήμη του, ο ψίθυρος από το νανούρισμα της μητέρας του.
Από την περασμένη Πέμπτη στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας άρχισε η προβολή του ντοκιμαντέρ Ενα τραγούδι για τον Αργύρη που σκηνοθέτησε ο Ελβετός Στέφαν Χάουπτ και αφηγείται την καταστροφή του Διστόμου. Τον περασμένο Ιούνιο, παραμονή της επετείου, το νοσταλγικό φιλμ προβλήθηκε στο προαύλιο του παλαιού σχολείου που έχει μετατραπεί σε Μουσείο.
«Ηταν πολύ συγκινητικό. Ολοι έλεγαν ότι αισθάνθηκαν την ιστορία τους να δημοσιοποιείται. Αλλά και νέοι, ακόμα και παιδιά του Δημοτικού ερχόντουσαν να με συγχαρούνε λέγοντας: η μητέρα μας, η γιαγιά μας δεν ήθελαν ποτέ να τις ρωτάμε και τώρα τα μάθαμε από εσάς», λέει ο κ. Αργύρης Σφουντούρης καθώς ξεδιπλώνει το κουβάρι των αναμνήσεων. «Είδα τον πατέρα μου νεκρό έξω από το σπίτι, ενώ η μητέρα μου σκοτώθηκε λίγο έξω από το χωριό καθώς επέστρεφε από τη Λιβαδειά. Ημουν σχεδόν 4 ετών όταν έγινε η σφαγή όπου έχασα τους γονείς μου. Συνολικά υπήρχαν 32 θύματα με το επώνυμο Σφουντούρης, ανάμεσα στους 218 νεκρούς που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί μέσα σε δύο ώρες». Είχε προηγηθεί μία αψιμαχία με τους αντάρτες και οι ναζί στράφηκαν στο Δίστομο για αντίποινα σκοτώνοντας όσους έβλεπαν στον δρόμο τους. «Οι Γερμανοί ήρθαν στις 17:30, άρχισαν να εκτελούν ανθρώπους και έβαζαν φωτιά. Εμείς, τέσσερα παιδιά, είχαμε μείνει στο σπίτι κλεισμένα. Εκείνοι πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι μέχρι που έφτασαν σε εμάς και έβαλαν φωτιά. Εγώ δεν> >καταλάβαινα, αλλά είχα τρομάξει. Ο πατέρας μάς είπε να καθίσουμε ήσυχοι και έφυγε. Βγήκε έξω για να σβήσει τη φωτιά. Τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν λίγα μέτρα πιο κάτω. Εμείς ακούγαμε συνέχεια ριπές και κάποια στιγμή μας έπνιξαν οι καπνοί. Κατεβήκαμε την πέτρινη σκάλα και όταν βρεθήκαμε στην πόρτα έτυχε να περνά ένας Γερμανός, από τους ελάχιστους που είχαν κρατήσει λίγη ανθρωπιά. Δεν μας έριξε ριπή, αλλά μας έσπρωξε πίσω από την πόρτα. Μείναμε εκεί μέχρι που οι ναζί έφυγαν και δεν υπήρχε κανένας στους δρόμους. Νεκρική σιγή στο χωριό. Τότε βγήκαμε και είδαμε τον πάτερά μας... Λίγο αργότερα βρέθηκαν σε ένα χωράφι νεκροί η μητέρα μου μαζί με τον αδελφό της. Επέστρεφαν από τη Λιβαδειά και συνάντησαν τους Γερμανούς που έφευγαν από το Δίστομο».
Οσοι επέζησαν από τη σφαγή, θρηνούσαν τους νεκρούς τους. Ανάμεσα στα αποκαϊδια ο παππούς και η γιαγιά ανέλαβαν τον Αργύρη και τις αδελφές του. Το ετοιμοθάνατο παιδί, τελικά επέζησε, μεγάλωσε, σπούδασε, έγινε αστροφυσικός και εργάστηκε σε αναπτυξιακά προγράμματα σε όλο τον κόσμο. Ομως δεν είχε ξεχάσει... «Μετά τον πόλεμο ο παππούς, με πήγε στο Ζάννειο ορφανοτροφείο στον Πειραιά, ενώ μία αδελφή μου έζησε στο Αμαλίειο ίδρυμα. Οι άλλες δύο αδελφές έμειναν στο Δίστομο. Εγώ εκείνα τα χρόνια ήμουν ετοιμοθάνατος, καθώς μετά τη σφαγή είχε πάθει ανορεξία και με είχαν ξεγραμμένο. Τελικά συνήλθα και τον Μάρτιο του 1949 βρέθηκα στην Ελβετία όπου είχαν ιδρυθεί παιδουπόλεις για τα ορφανά του πολέμου από διάφορες χώρες της Ευρώπης. Εκεί υπήρχαν δύο «ελληνικά σπίτια» με 32 συνολικά Ελληνόπουλα από Αθήνα, Πειραιά, Ηπειρο, Κρήτη και τα Καλάβρυτα, των οποίων οι γονείς είχαν σκοτωθεί σε αντίποινα ή Ολοκαυτώματα. Είμαστε παιδιά με κοινές δυστυχώς εμπειρίες από τη φρίκη του πολέμου», διηγείται ο κ. Αργύρης Σφουντούρης που διατηρεί ακόμα επαφή με τα «παιδιά» που μοιράστηκαν τα χρόνια της ξενιτιάς, της ορφάνιας και της αγωνίας.
Αφού τελείωσε το ελληνικό Δημοτικό, φοίτησε στο Λύκειο στην πόλη Τρόγκαν. Ειρωνεία της τύχης; Πέρα από τη λίμνη Κονστάντζα άρχιζαν τα σύνορα με τη Γερμανία. «Στην παιδούπολη σχεδόν ποτέ δεν συζητούσαμε για τις εμπειρίες μας. Ηταν κάτι σαν κοινό μυστικό. Θυμάμαι μόνο ένα περιστατικό που μου είχε κάνει εντύπωση και κράτησε βέβαια μήνες. Ημασταν πέντε παιδιά σε ένα μεγάλο δωμάτιο και το> >βράδυ αφού μας σβήνανε το φως για να κοιμηθούμε, αρχίζαμε και λέγαμε ένα παραμύθι. Ο καθένας με τη σειρά του και το άλλο βράδυ, ο επόμενος. Ομως δεν ήταν ένα παραμύθι, γνωστό, όπως αυτά που ξέρουμε. Ο καθένας έλεγε τις δικές του περιπέτειες. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να θυμόμαστε τις εμπειρίες μας. Ετσι, αντί κάποιο παιδί να πει για τον δράκο έλεγε με νόημα: ο Γερμανός»...
Τα χρόνια κύλησαν και ο Αργύρης πέρασε στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης, κέρδισε υποτροφίες, κατάφερε να σπουδάσει Αστροφυσική, Μαθηματικά και να κάνει τη διπλωματική του εργασία στην Πυρηνική Φυσική. Τελικά εργάστηκε ως καθηγητής σε Λύκεια της Ελβετίας όπου δίδαξε επί 18 χρόνια. «Παράλληλα ασχολήθηκα με τη λογοτεχνία μεταφράζοντας στα γερμανικά Ελληνες ποιητές όπως Σεφέρη, Καβάφη, Ρίτσο, έκανα μελέτες για τον Καζαντζάκη και τον Νικηφόρο Βρεττάκο, τον οποίο αργότερα γνώρισα από κοντά όταν είχε έρθει ως πρόσφυγας στην Ελβετία την εποχή της δικτατορίας. Στα χρόνια της χούντας ενεργοποιήθηκα αμέσως στην αντίσταση και έβγαζα τα Προπύλαια, αντιστασιακό περιοδικό», λέει ο κ. Σφουντούρης
Από το 1980 εγκατέλειψε τη διδασκαλία και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία ταξιδεύοντας παράλληλα στις άκρες του κόσμου, εργαζόμενος στο πλαίσιο διεθνών Αναπτυξιακών Προγραμμάτων υπό τη σκέπη οργανισμών όπως η Υπάτη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Το 1981 μετείχε σε ομάδα περίθαλψης για 500.000 πρόσφυγες στη Σομαλία, αργότερα βρέθηκε στο Νεπάλ και επί τέσσερα χρόνια (μέχρι το 1989) έζησε στην Ινδονησία σε ένα πρόγραμμα για την ανάπτυξη τεχνικών σχολών. Ομως όλα αυτά τα χρόνια δεν έχασε την επαφή του με την πατρίδα και επικοινωνούσε τακτικά με την οικογένειά του. Με εξαίρεση τα χρόνια της χούντας, επισκεπτόταν κάθε δύο χρόνια το Δίστομο, βλέποντας τις αδελφές του και τα επτά ανιψιά του να μεγαλώνουν. Μαζί είδαν το καλοκαίρι το ντοκιμαντέρ με την ιστορία τους. «Η ταινία διηγήθηκε και στο γερμανόφωνο κοινό αυτά που θα έπρεπε να ξέρουν, αλλά δεν έγιναν ποτέ γνωστά καθώς απέφευγαν να τα κουβεντιάσουν στη μεταπολεμική Γερμανία. Ακόμα και στην Ελβετία από όπου πέρασαν 1.000 ορφανά μέσα σε δέκα χρόνια, δεν τους ενδιέφεραν οι προσωπικές εμπειρίες των παιδιών».
Αγώνας για δικαίωση
Εξήντα χρόνια μετά τη σφαγή του Διστόμου, ο κόσμος είχε αλλάξει και η Γερμανία είχε επανενωθεί. Οι λαοί της Ευρώπης όμως δεν είχαν ξεχάσει. Το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων αναδείχθηκε ως ένα αίτημα ηθικής δικαίωσης. Μαζί με όσους παλεύουν στα νομικά «μονοπάτια» και οι Ελληνες επιζώντες. «Ο κύριος λόγος που ξεκίνησα τον δικαστικό αγώνα ήταν μία επίσημη γερμανική επιστολή όπου ανέφερε ότι επρόκειτο για γεγονότα στο πλαίσιο του πόλεμου χωρίς να αναγνωρίζει ότι ήταν εγκλήματα πόλεμου. Αυτό με εξόργισε, καθώς δεν περίμενα να είναι αρνητές στο σκέλος του Ολοκαυτώματος και ότι δεν έκαναν εγκλήματα πολέμου», λέει ο κ. Σφουντούρης, που ξεκίνησε έναν αγώνα, στα γερμανικά δικαστήρια (Βόννη, Κολωνία, Καρλσρούη) με γνωματεύσεις και αντιγνωματεύσεις εμπειρογνωμόνων, για το ατομικό δικαίωμα προσφυγής και τη διαδικασία των διακρατικών αποζημιώσεων. «Σκοπός ήταν η καθυστέρηση με προοπτική τη βιολογική λύση, να πεθάνουν όλοι και να μην υπάρχει πρόβλημα. Τώρα το θέμα μου βρίσκεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Παράλληλα, τα θύματα της σφαγής του Διστόμου αναμένουμε την απόφαση από το ανώτατο ιταλικό δικαστήριο, προκειμένου να εκτελεστεί η απόφαση του ελληνικού Αρείου Πάγου για κατάσχεση της γερμανικής περιουσίας στην Ιταλία. Να γίνει δηλαδή εκεί αυτό που δεν έγινε στην Ελλάδα, καθώς εδώ για την κατάσχεση απαιτείται η άδεια του υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία δεν δόθηκε ποτέ.
Ομως οι αποφάσεις που εκδίδονται από εθνικά δικαστήρια μπορεί να κηρυχθούν εκτελεστέες στα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Στην Ιταλία δεν χρειάζεται αντίστοιχη άδεια».